Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Μάζωξε πουθενά δύο ιδέες, βάλ'τις δίπλα τη μια στην άλλη, πάρε κλωστή να τις ράψης, δείξε πως έχεις νου και κρίση, πως κάτι νοιώθεις από λογική, θα σε πουν αμέσως ζουλιάρη. Ζουλιάρης εγώ δεν είμαι. Εγώ προσέχω και προσμένω. Εγώ είμαι καλός. Μου τόταξε και προσμένω. Με πρόφαση ή δίχως πρόφαση, ό τι αιτία κι αν είναι, δεν πρέπει να τον ξαναδιή, δεν πρέπει να της γράψη, λόγο δεν πρέπει να της πη.
Το πάθος του κυνηγιού φαινόταν ότι αποτελείωσε την κρυάδα πούχε ριχτεί στην αγάπη μου. Και σκεπτόμουν πως αφού η ίδια με συμβούλευε να μη την συναντώ και να την αποφεύγω, τι να κάμω κεγώ; Κέτσι μούδωκε μια πρόφαση, που και μόνος μου ίσως θαύρισκα, για να φαίνωμαι θυμωμένος κιαδικημένος και να της ρίχτω τις αιτίες. Φταίω 'γώ σα δε θέλει να τήνε θωρώ; έλεγα με το νου μου.
Μα από τη στάνη δεν επρόβαινε κανένας μήτε άντρας, μήτε γυναίκα, μήτε όρνιθα παρά όλοι καθισμένοι στη φωτιά ήτανε μέσα κλεισμένοι, ώστε ο Δάφνης δεν ήξερε τι να κάνη κ' εβασάνιζε το μυαλό του να βρη πρόφαση για ν' αμπώξη τη θύρα και ρωτιότανε μοναχός του τι να ειπή πιο πιστευτό: — Ήρθα για ν' ανάψω φωτιά· — μα μήπως δεν ήτανε πιο κοντινοί γείτονες; Ήρθα να γυρέψω ψωμί — μα το ταγάρι είναι γεμάτο θροφή.
Ο Σιφογιάννης ήτο εξηντάρης και πάνω. Αλλά σαν αυτό δουλευτής δεν ήτον άλλος στο χωριό. Γιαυτό, αν κ' ήτο θεοφοβούμενος, η μεγάλη φιλοπονία του τον τραβούσε καμμιά φορά και τις εορτές να μη μένη αργός. Αλλ' ως ελάφρωμα στη συνείδησή του είχε την πρόφαση ότι δεν έκανε βαρειές δουλιές τις εορτές.
Ευτύχημά μας μονάχα που άνοιξαν καινούριες δουλειές άξαφνα στην Αφρική, και τάβαλε με τον Άραβα το Γίλδο, «Κόμητα της Αφρικής» από τα χρόνια του Θεοδοσίου, μα σήκωσε τώρα κεφάλι κι αυτός, με την πρόφαση πως ήθελε να είναι της Ανατολής, κι όχι της Δύσης υποταχτικός.
Η επική διήγηση του ποιήματος μόλις διακρίνεται, γιατί η λυρική μουσική τη σκεπάζει, την πνίγει, κάποτε. Ο Γύφτος είναι σα μια πρόφαση, για να πήτε πιο ξάστερα και πιο ελεύθερα εκείνο που στοχάζεσθε. Αλλά τι καλά διαλεγμένη που είναι η πρόφαση αυτή.
Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στη ψυχή. Κη μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κιαδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κιαυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού.
Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.
Κ' έτσι τώρα κι ομπρός μήτ' αυτή η πρόφαση δεν υπάρχει να λέγεται Ρωμαϊκό Κράτος η βυζαντινή η Ρωμιοσύνη, κι ας φύλαγε τους τύπους και τις βαλσαμωμένες συνήθειες της Ρωμαιοσύνης, ας φύλαγε ως τον έχτον αιώνα τη λατινική γλώσσα απάνω στα έγγραφά της. Όλα, όλα στο βυζαντινό το κράτος ρωμαίικα πια τώρα, εξόν ο τύπος. Εκκλησία, φιλολογία, γλώσσα, τέχνες, επιστήμες, σκολειά, σοφιστείες — δικά του όλα.
Ακουμπούσε το τρυπάνι στο ξύλο, το γύριζε μερικές φορές, κι άξαφνα σταματούσε, κάθιζε, έσκυβε το κεφάλι του, κι αποκοιμούνταν. Τις κεριακές πάλι και τις σκόλες, όλο ξεφάντωμα. Έλεγε λοιπόν κάθε δευτέρα και κάθε αποσκόλη ο κάλφας του, αγρύπνησε πάλι ο Μαστρο-Νικόλας, και κλαδοκόβεται από τη νύστα. Την άλλη μέρα όμως μήτ' αυτή την πρόφαση δεν την είχε· θύμωνε ο κάλφας του, και τον έδιωχνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν