Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Η μαμά είχε ορκιστεί να μην τον αφήση τόσο νωρίς να βασανιστή μ' ένα πράμα τόσο φοβερό. Να τραγουδά όμως μπορούσε κ' ήξερε πολλά τραγούδια. Πολύ σπάνια του ξέφευγε ψεύτικος τόνος κι όταν του ξέφευγε κανένας, θύμωνε και ξανάπιανε το τραγούδι από την αρχή. Δε ντρεπότανε κιόλας να τραγουδά κι όταν είτανε ξένοι μπροστά. Μπορούσανε ναρθούνε να τον ακούσουν όσοι θέλανε.
Έτσι όσο θέλεις πλάνταζε, θύμωνε άγρια° δεν με φοβίζεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ναι! βαρυθυμωμένος είμαι, και κανένα δεν θενά λείψω να σου ’πω, απ’ όσα, αλήθεια, πιστεύω° λοιπόν μάθε το πως καλά ξέρω ότι όχι μόνο τους φονείς εσύ γνωρίζεις, αλλ’ ότι και συνέτρεξες αυτόν τον φόνον. Έστω κι αν δεν εμόλυνες στου Λαΐου το αίμα τα χέρια σου. Αν δε σ’ έκαμνε τυφλόν η τύχη, εσένα θενά πίστευα αυτουργόν του φόνου.
Μια βαθιά σιωπή βασίλευε, ωχρότητα ήτανε απλωμένη στα πρόσωπα των πονταδόρων, ανησυχία στου μπανκαδόρου η οικοδέσποινα καθισμένη πλάι στον ανελέητον αυτό μπανκαδόρο, παρακολουθούσε με μάτια αλωπούς όλες τις πάρολες και τα σιέτε, που κάθε παίχτης σημάδευε στα χαρτιά του τσακίζοντάς τα, με μια προσεχτικότητα αυστηρή, μα ευγενική· και δε θύμωνε καθόλου από φόβο μη χάση την πελατεία της.
Τον συγκινούσε τόσο, όταν συλλογιζότανε την τύχη της μικρής κοκκινόσκουφης, είχε τόσο φόβο από τον τρομερό λύκο και θύμωνε τόσο μαζί του. Ήθελε να γίνη μεγάλος και να πάη να τον βρη να τον σκοτώση. Έπειτα παίζανε με τη μαμά. Παίζανε πως ο Σβεν έγινε μεγάλος και ταξίδεψε και πως η μαμά καθότανε μόνη και τον περίμενε.
Τόνειρό του, ο πόθος του, η λαχτάρα του είταν «η δόξα των Ρωμαίων», όπως γράφει κ' ένα νόμισμα . Πολέμησε χρόνια και χρόνια, να γίνη καίσαρας σωστός, να πάρη όλη την Ιταλία, να βασιλέψη πιώτερο μάλιστα στη Δύση παρά στην Ανατολή, κι αν τον κατηγορήση κανένας που είχε το νου του στη Ρώμη, αντίς να τον έχη στην Πόλη, που πήγε να ξολοθρέψη τους βαρβάρους της Ιταλίας, αντίς να συλλογιστή τους ασιατικούς βαρβάρους, αντίς να τους αφήση να δυναμώσουν κ' ίσως έτσι κατόπι να μας φέρη και τους Τούρκους, γιατί με τα χρήματα που πήγαν και με τους στρατούς που χαθήκανε, αφάνισε το Κράτος, ό τι κι αν πη κανένας, άδικα θα το πη, επειδής ο Ιουστινιανός δε φταίει, έτσι τα ήξερε, έτσι τάβλεπε, άλλο τότες οι αφτοκράτορες, από παιδιά που είτανε, δε μαθαίνανε παρά τη Ρώμη, που είταν η αληθινή τους, η μόνη τους η παράδοση, και στο δέκατο ακόμα τον αιώνα, ο Νικηφόρος ο Φωκάς θύμωνε με τα σωστά του, έλεγε τον πάπα κουτό και ζαβό, που τον καλούσε «βασιλέα των Ελλήνων», κι όχι, όπως έπρεπε, όπως είχε χρέος να τον πη «βασιλέα των Ρωμαίων .»
Εγώ δε είχα μόνον εσένα, όπως η Σαπφώ τον Φάωνα, και δεν είχα μάτια για άλλον, ούτε άνοιγα την πόρτα μου εις άλλον παρά σε σένα• διότι ενόμιζα η ανόητη ότι οι όρκοι σου ήσαν αληθινοί και για σένα ήμουν φρόνιμη, ως η Πηνελόπη, και δεν έδιδα προσοχή εις την μητέρα που θύμωνε και με κατηγορούσε στις φιλενάδες μου.
Θέλησε να πάρη ψυχοκόριτσο έν' αρφανό, πού κανείς δεν ήξερε τον πατέρα του. Επειδή όμως ήτον πολύ αράθυμη, και όταν θα θύμωνε, θα φώναζε το κορίτσι «μπαστάρδικο!», για να μην κολάζη την ψυχή της, έκαμε καλύτερα να το διώξη, ύστερ' από τρεις 'μέραις αφού το πήρε στο σπίτι της. Καμπόσες φορές είχε κάμη κόλλυβα και λειτουργιές για τους πεθαμμένους.
Το κοπλιμέντο των πέντε δακτύλων δεν παρεξένευεν ούτε θύμωνε κανένα. — Μωρέ, δυο γυναίκες! Άκουσεν έξαφνα μια φωνή δίπλα του βαθειά από την έκπληξη κι' από το θαυμασμό. Μαζί με τη φωνή γύρισε τα μάτια του. Είδε κάποιο ναύτη να δείχνει στη διεύθυνση της πλώρης. Ήτανε πραγματικά δυο γυναίκες κοντά σ' έναν υπαξιωματικό που τους μιλούσε και κινούσε τα χέρια του.
Μιλούσε κάποτε σε κείνη με τρόπο βαρύ και προσταχτικό. Της έρριχνε κατάμουτρα την ταπεινή καταγωγή της και της έδειχνε ξέσκεπα πως του ήταν βάρος μέσα στο σπίτι. Εκείνη δε θύμωνε· τον είχε συνηθίση πια Δε θύμωνε μα τούμπαινε πολλές φορές και στη μύτη. Μάλιστα ένα πρωί που ο Αριστόδημος έλειπε από το σπίτι, σοφίστηκε να τον σκυλιάση στα γερά.
Εγώ το καταλάβαινα. «Μοσχαδώ, σου το είπα, στιγμή δεν μπορείς να κάνης χωρίς εμένα». Κ' εκείνη θύμωνε μαθές, Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε και μούλεγε: «Την όρεξί σου έχω...» κ' έφευγε τάχα κακιωμένη. Και πάλι να σου την! Όταν τελείωνα τη δουλειά, με λυπότανε κάποτε και μούλεγε: «Δεν πας και συ μαθές, Αποστόλη, στον καφενέ, να ξεσεκλετισθής, να πάρης τον αέρα σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν