United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις, ντυμένος κι εκείνος όπως οι άλλοι ζητιάνοι, έσερνε πίσω του τους δυο τυφλούς και του φαινόταν πως ήταν η μοίρα του η ίδια: το έγκλημα και η τιμωρία του. Δεν τους αγαπούσε, αλλά τους ανεχόταν με άπειρη υπομονή. Κι εκείνοι δεν τον αγαπούσαν, αλλά ζήλευαν ο ένας τον άλλο για την προσοχή που τους έδειχνε, και καυγάδιζαν συνέχεια.

Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις άγκυρες πως βυθίζονται στα νερά και κάνουν γράνταγράντα· έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει ώρα μόλις από τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο την τρομασμένη έκφρασι της γυναίκας για το μακρύ και αβέβαιο ταξείδι του αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για τον χωρισμό και την υπερηφάνεια για το κινδυνεμένο κατόρθωμα.

Ας είνε, εσύ θέλεις να αποσκεπασθής, απεκρίθη η Δηλαρά γελώντας· εγώ ενθυμούμαι ότι εχθές μου ωμίλησες με ένα τρόπον που σε έδειχνε πολλά φερμένον προς αυτήν και πως κάποιες φορές απερνάτε τον καιρόν με αυτήν χωρίς να το ηξεύρη ο βασιλεύς.

Ο Μόρφος ήταν πιο φρόνιμος από τον Ζώη και ο Ζώης πιο ορμητικός από τον Μόρφον και πιο ανυπόμονος. Μαζή με τον έρωτά του έδειχνε και το πείσμα του το μεγάλο για την αντίστασι την αδικαιολόγητη της Σμαραγδούλας. Η φιλοτιμία του ήταν πολύ πληγωμένη γιατί δεν ήταν μόνο καλός γαμπρός, μα και ωραίο παλληκάρι.

Ήρθα εδώ γιατί δεν ήξερα πού να πάω…. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος… Εκεί πρέπει να είναι κανείς κακός για να κάνει την τύχη του. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι….. Υπάρχει όμως και πολύς κόσμος…..» Κουνούσε τα δάχτυλα και είχε το χέρι απλωμένο, σαν να έδειχνε το πλήθος και ο Έφις κοίταζε το πόδι του και ψιθύριζε με τρυφερότητα και λύπηση: «Ψυχή μου

Εγώ ευχαρίστησα με τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν της καλωσύνην, και αγάπην που εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής αντάμωσιν.

Ολόγυρα το νερό πηχτό, σταχτοπράσινο σαν θαμπό κρύσταλλο τον εψηλαφούσε από παντού, τον έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε τον χιλιόμορφον κόσμο που τρέφει και συντηρεί στο φοβερό κράτος του.

Αν κ' έλεγε με περηφάνεια πως είναι μητέρα δυο παιδιών, η Έλσα είταν ακόμα τόσο νέα κι όταν έβγαινε περίπατο ακκουμπημένη στο μπράτσο του αντρός της, τα βήματά της είτανε τόσο ελαστικά, κ' ενώ βάδιζε, έγερνε απάνω μου με μια κίνηση, που έδειχνε πως αν το ωραίο κεφάλι της το βάραινε κάτι, το κάτι αυτό δεν είτανε τα χρόνια.

Ο Καπετάνιος την άφησεν εις ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας πως αυτή δεν έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την υπομονήν του και ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να κλίνη αυτή εις την αγάπην του και εις την θέλησίν του.

Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . . Και την έσφιγγε η Λιόλια που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους.