Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ας λέγη ό,τι θέλει, εδώ τριγύρω θα κρυφθώ· δεν φεύγω· με τρομάζει το 'μάτι του· κάτι κακόν έχει ‘ς τον νουν φοβούμαι. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω στόμα μαύρον και φρικτόν! ω σπλάγχνον του θανάτου, με τ’ ακριβώτερον κορμί του κόσμου χορτασμένον! Ιδού, πώς τα σαγόνια σου τα σάπια θα τ’ ανοίξω, κι' άλλην τροφήν ‘ς τα δόντια σου να χώσω στανικώς σου!

Ημείς δεν ηξεύρομεν, μου απεκρίθη αυτός, άλλο δεν ημπορώ να σου ειπώ, παρά έχομεν πρόσταγμα να σε φέρωμεν εις τον βασιλέα· αυτός, είνε πολλά δίκαιος, θέλει σε κρίνει με δικαιοσύνην. Έκαμε χρεία διά να τους ακολουθήσω και στανικώς μου.

«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης, ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο! και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι 645 σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σουΚαι απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου•

Δεν έδειξα δυσκολίαν διά να δεχθώ το πρόβλημα που μου είπεν. Έκαμες καλά, μου απεκρίθηκαν, να κλίνης θεληματικώς, επειδή και στανικώς, ηθέλαμεν σε φέρει εις την συντροφιάν μας.

Μον τι να κάμω της καρδιάς οπού περιορισμένη Κι από πληγή ανυπόφερτη βαριά μαχαιρομένη, Επρόσταξε το χέρι μου να πιάκη το κοντύλι, Για να σου ειπή τον πόνο της με μαραμένο αχείλι. Αυτή με κάνει στανικώς στη λαύρα της και ζάλη Να χάσω μέτρα λογισμού και γνώσι οχ το κεφάλι. Κι' εγώ, Κυρά, δεν ήθελα να μπω στον έρωτά σου· Δικό μου δεν είν' φταίξιμο, μον φταίγ' η ωμορφιά σου.

Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα, εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς, απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την στράταν της Αιγύπτου.

Τι κρασί ήτον εκείνο! σα λιακάδα χύθηκε στα σωθικά τους. Ήπιε κ' η Λιόλια ένα δαχτυλάκι που της το επιβάλανε στανικώς ο Νίκος κι ο Περικλής έτσι για δυναμωτικό, πουν απ’ το κάθε φάρμακο καλύτερο. Της θειάς Ελέγκως το πρόσωπο, το κόκκινο και πλατύ, άνοιξε πια σαν παπαρούνα το μεσημέρι.

Εγώ είμαι ικανός να σε γλυτώσω, αν σε πειράξη κανείς. Αύριο πρωί σου υπόσχομαι άμα ξυπνήσωμε, να φύγωμε μαζή. Μείνε. Σου το υπόσχομαι. — Διατί να με φέρης εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν σ' έφερα διά κακόν σκοπόν, σου το ορκίζομαι. — Και τίνος είνε αυτό το σπίτι; — Είνε... ενός καλού ανθρώπου... αυτός σε αγαπά πολύ, αλλά δεν θέλει στανικώς να σε πάρη. Αν θέλης να τον ακολουθήσης...

Ο Καπετάνιος την άφησεν εις ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας πως αυτή δεν έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την υπομονήν του και ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να κλίνη αυτή εις την αγάπην του και εις την θέλησίν του.

Ο πενθερός μου έμεινεν ευχαριστημένος εις την απόφασίν μου, και ετραβήχθη. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει να την χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν