United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνοι μας έγδυσαν και μας επήραν το ό,τι και αν είχαμεν, και αντί να μας κρατήσουν για σκλάβους, ή να μας απολύσουν, έτσι γυμνούς που μας άφησαν, ηθέλησαν να ξεδικήσουν τον θάνατον των συντρόφων τους με το αίμα μας. Όθεν οι βάρβαροι επέρασαν όλους τους ανθρώπους υποκάτω από τες λαβωματιές των σπαθιών τους, και κινούμενοι και εναντίον μου διά να μου κάμουν το ίδιον εφώναξα.

Φλι, πιπλίφ! εσουράβλισε τσαμπούνες το μαβρειδερό το αίμα καταπέρα. Ετσιλάχρησε περίγυρα τον τόπο. Επιτσίλησε τη ρίζα της ξεροελιάς. Επότισε τα διψασμένα γύρω τα χώματα. Τα μανίκι του μαχαιριού χάθηκε κι αφτό μες το αίμα. Λαίμαργη κ' η λερή η μανίκα του χεριού, ρούφαε κ' εκείνη το αίμα. Εσφάδαζε το βόιδι ξαπλωταριά. Εσπαρτάριζε νεκροζώντανο το κορμί του. Ψυχοραγώντας αναχάσκιζε.

Ο Μάχτος απεμακρύνθη όλος αιδήμων. Ησθάνθη πάλιν ευτυχίαν. Η Αϊμά ήτο εκεί και τα όνειρά του ήσαν όνειρα. Δεν ήσαν ταύτα αξιοπιστότερα, αν και φρικώδη, ή όσον είνε συνήθως τα μανιώδη όνειρα της ευτυχίας, άτινα οι εγρηγορότες καθ' εκάστην ονειρεύονται. Ο Μάχτος δεν κατεκλίθη, φοβηθείς μη και πάλιν ονειρευθή τα αυτά. Διότι προυτίμα να ονειρεύηται χωρίς να υπνώττη. Αι οδοιπορίαι.

Τούτο εξαρτάται από σε την ιδίαν. Ει μεν φανής πρόθυμος και γη αγαθή να δεχθής τον λόγον της αληθείας, ταχέως θα εξέλθης από εδώ. Ει δε και φανής σκληροτράχηλος, καθώς οι Εβραίοι εις την έρημον, τότε η κατήχησίς σου θα διαρκέση πολύν καιρόν και η εδώ διαμονή του άλλον τόσον. — Αλλά δεν μοι είπες την αλήθειαν, μήτερ μου, απήντησεν η Αϊμά. Η ηγουμένη έκαμε το σημείον του Σταυρού.

Τέλος την τετάρτην ημέραν, ο φρουρός κατώρθωσε να πληροφορηθή ότι η Αϊμά ευρίσκετο εις το μοναστήριον, και μετέδωκε την πληροφορίαν ταύτην προς τον Μάχτον. Ο Μάχτος διά νυκτός επορεύθη εις το μέρος εκείνο, κατώπτευσε τα τείχη του οικοδομήματος, και συνέλαβε το παράβολον εκείνο σχέδιον, ου την εκτέλεσιν είδομεν ότι ήρχισεν.

Γέμισαν » Αι ρεμματιαίς κ' οι λάκκοι.» « Ψηλάτης μάχης το βρασμό, »'Σ της μάχης την αντάρα, » Να! και πλακόνω λαίμαργος, » Για αίμα διψασμένος, «'Σάν σε βουβάλια λέοντας » Ρίχνεται λιμαγμένος... » Με βλέπουνε οι άπιστοι,... » Τους έπιασε τρομάρα

Φθάσασα εις το υπερώον, ήνοιξε την θύραν, και εύρε την ξένην ορθίαν εισέτι, και διατελούσαν προφανώς υπό την εντύπωσιν της συνδιαλέξεως αυτής μετά της Βεάτης. Αλλ' η Σιξτίνα ουδεμίαν είχεν αφορμήν να παρατηρήση τούτο. — Ε, πώς πέρασες, κόρη μου; την ηρώτησεν η Σιξτίνα. — Καλά, μητέρα μου, απήντησεν η Αϊμά, αναμιμνησκομένη την σύστασιν της Βεάτης, όπως μη εμπιστεύηται εις την Σιξτίναν.

Πρώτην τότε φοράν ήκουα πυροβολισμούς εις μάχην. Εγνώριζα ότι οι πολεμισταί μας, καθώς οι ήρωες του Ομήρου, αντήλλασσον ύβρεις προτού έλθουν εις χείρας, αλλά δεν εφανταζόμην πόσον αι τοιαύται βροντώδεις προκλήσεις εξάπτουν τα πάθη και ανάπτουν το αίμα. Με κατέλαβε κ' εμέ ο ενθουσιασμός, ο κατέχων τους εκεί μαχομένους.

Και ούτω παρήρχοντο αι νύκτες εκείναι, προπεμπόμεναι υπό γελώτων, θορύβων, βλασφημιών και υπό της κραυγής &Ήλιος!& ην συνείθιζε να εκπέμπη πάντοτε ο Μάχτος, ότε η πρώτη ακτίς ανέτελλεν επί του στερεώματος. Εν μέσω του αλλοκότου τούτου κύκλου, όπου έζη η Αϊμά, παράδοξον πράγμα, ήτο σχεδόν ευτυχής. Η συνάντησις. Θα ήτο δ' ευτυχεστέρα, αν δεν συνέβαινον και μικρά δυσάρεστα από καιρού εις καιρόν.

Αν με την ψυχή των βιβλίων ή με τη δική τους ψυχή θα έδιωχναν τον καταχτητή. Φτάνει να τον διώξουνε. Το είχε κ' εκείνη μεγάλο μαράζι. Τόσα χρόνια μέσα στην οικογένεια ρούφηξε στο αίμα της όλους τους πόθους και τα όνειρά της. Εστέναξε και δάκρυσε με τον άντρα της στα χρόνια της σκλαβιάς.