Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Καθ' όσον, αγαπητέ μου φίλε, αν θέλης να εξετάσωμεν τον αριθμόν, από πού νομίζεις ότι θα έχης να θέσης χωριστά ονόματα δι' έκαστον αριθμόν, εάν δεν δεχθής ότι έχει κάποιον κύρος η ιδική σου συγκατάθεσις και συμφωνία ως προς την ορθότητα των ονομάτων; Όσον λοιπόν δι' εμέ επίσης μου αρέσει να είναι όσον το δυνατόν όμοια τα ονόματα με τα πράγματα, αλλά φοβούμαι πραγματικώς μήπως, καθώς λέγει ο Ερμογένης, είναι πολύ μηδαμινή η επέκτασις αυτής της ομοιότητος, και είναι ανάγκη να μεταχειριζόμεθα και αυτήν την ανυπόφορον συνθήκην, εις την ορθότητα των ονομάτων.
Άραγε μήπως συ εννοείς με κάθε τρόπον να αναθρέψης το ιδικόν σου γέννημα και όχι να το πετάξης, ή θα δεχθής να βλέπης να το εξελέγχωμεν και δεν θα θυμώσης πολύ, ωσάν πρωτότοκος γυνή, εάν σου το πάρη κανείς; Θεόδωρος. Θα το δεχθή ο Θεαίτητος, καλέ Σωκράτη, διότι δεν είναι διόλου δύστροπος. Αλλά δι' όνομα θεού ειπέ μου, μήπως πάλιν δεν είναι αυτά ορθά. Σωκράτης.
Ω αν δεν έχης άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου.
Ή μήπως των πλουσίων τα πλούτη θα σαρώσης; ή μήπως το πουγγί σου θα 'βρίσκεται γεμάτο; ή τάχα θα 'μπορέσης το σπήτι να πληρώσης, που έκτισες με χρέος 'στόν Φαληρέα κάτω; Και αν δεχθής ακόμη σαν τον Αναξιμένη πως ο αήρ το Σύμπαν και άπειρον σημαίνει, θαρρείς πως θα περάση και μόνον μια ημέρα, που δεν θα καβουρδίσης κοπανιστόν αέρα;
Τότε ήλθεν εις προϋπάντησίν μου μία ωραιοτάτη κόρη, με έπιασεν από το χέρι, με έφερε μέσα εις ένα ευμορφότατον και στολισμένον χοντζερέ, με εκάθησε σιμά της και μου λέγει· οι γάμοι είνε διαφορετικοί από εκείνους που σε εκάλεσαν· ένας αδελφός μου νέος ευγενής και εύμορφος, ακούοντας για τη περιβόητη ευμορφιά σου σε ερωτεύθηκε και επιθυμεί και σε παρακαλεί αυτός και εγώ, εάν καταδέχεσαι να τον δεχθής διά νόμιμόν σου άνδρα και θέλεις μείνει πολύ ευχαριστημένη καθ' όλους τους τρόπους που ζητεί η νεότης σου.
Η αδελφές μου εφθόνησαν και εζήλευσαν την αγάπην που έδειχνε το βασιλόπουλον προς με και εγώ προς αυτό· και μίαν ημέραν με πονηρίαν με ερώτησαν· όταν φθάσωμεν εις την Βαβυλώνα τι μέλλει γενέσθαι διά τούτο το βασιλόπουλον; Εγώ χαμογελώντας τους απεκρίθηκα ότι, θέλω το λάβει δι' άνδρα μου· και γυρίζοντας προς το βασιλόπουλον του είπα· παρακαλώ την γαληνότητά σου να δεχθής το ζήτημά μου, ευθύς που φθάσωμεν εις Βαβυλώνα έχω σκοπόν να σου προσφέρω τον εαυτόν μου να γίνω σκλάβα και δούλη σου, να σε γνωρίζω δι' αυτεξούσιον αυθέντην εις τα θελήματά σου· και αυτός μου απεκρίθη· εγώ μετά πάσης χαράς δέχομαι το ζήτημά σου ταύτην την ώραν και εδώ έμπροσθεν εις τας αδελφάς σου, ιδού σου δίδω το χέρι μου και λάβε δι' αρραβώνα το χρυσούν αυτό δακτυλίδι και θέλω σε έχει διά νόμιμόν μου γυναίκα εις το εξής.
ΕΡΜ. Πώς να κάμωμεν λοιπόν διά να ταξειδεύσωμεν με ασφάλειαν; ΧΑΡ. Θα σας 'πω• πρέπει να εισέλθετε εις το πλοίον γυμνοί και να αφήσετε όλα αυτά τα περιττά εις την ακτήν, διότι και έτσι μόλις θα σας χωρέση το πλοιάριον. Συ δε, Ερμή, πρόσεξε, να μη δεχθής πλέον κανένα εξ αυτών που να μη είνε γυμνός και να μη έχη αφήση τα πράγματά του, καθώς είπα.
— Άκουσε, Πλατέα, είπεν ο Λιάκος μετά προφανούς συγκινήσεως. Τι εσκέφθης το εννοώ, διότι σε γνωρίζω. Αλλά δεν ημπορώ να δεχθώ εκ μέρους σου τοιαύτην θυσίαν. — Τι θυσίαν; και ποίος σ' ερωτά να δεχθής ή να μη δεχθής; Απεφάσισα να την πάρω, διότι θέλω να νυμφευθώ, και θα την πάρω! Και αν δεν είναι με το θέλημα του πατρός της, θα την κλέψω! Ιδού!
Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280 «Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης, και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285 με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, 'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290 και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, 295 ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300 ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;»
Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν