United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

Και όταν ετελείωσε ταύτα τα λόγια, με έπιασεν από το δεξιόν χέρι και τες σκύλλες με το άλλο και αμέσως ευρέθημεν εις Βαβυλώνα μέσα, εις το σπήτι μου.

Ο Καλάφ που ήτον καλά παιδευμένος εις την τέχνην των γερακιών, το έκραξε και ήλθε και το έπιασεν. Αυτός κατά πως εστοχάσθη, απείκασεν ότι αυτό το γεράκι θα ήτον του βασιλέως του τόπου εκείνου, και κατά πως εστοχάσθη έτσι ήτον.

Όθεν πίνοντας από αυτό, και γροικώντας την ευωδίαν των ανθέων, και τον δροσερόν αέρα που έπνεε, με έπιασεν ένας γλυκύς ύπνος, και αποκοιμήθηκα διά κάμποση ώρα και αφού εξύπνησα βλέπω ολόγυρά μου πέντε έξ ελαφίνες άσπρες, που είχαν επάνωθέν τους ένα σκέπασμα γαλάζιο από ατλάζι, και εις τα ποδάρια βραχιόλια από χρυσάφι.

Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε μέχρι των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον &γιοργούλη& του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρεις σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλα του και εξήλθεν εις την οδόν. Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκην της Γαρουφαλιάς. Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.

Όθεν μίαν νύκτα όπου εκοιμώμουν με την νέαν μου σύζυγον εις το κρεββάτι, μας έρριψαν και τους δύο εις την θάλασσαν διά να πνιγούμεν· αλλ' η γυναίκα μου που ήτο μία Εξωτική, ευθύς με έπιασεν από το χέρι και με έβγαλε αβλαβή εις ένα πλησίον νησί· κατ' άλλον τρόπον εγώ βέβαια ήθελα πνιγή.

Αλλά ηξεύρω το τι είμαι και τι αξίζω! Μίαν ημέραν έπεσε πλησίον της εν κομμάτι υαλίνου ποτηριού σπασμένον· αλλά η σακκορράφα το είδε να λάμπη και ν' αστράπτη, ώστε το έλαβεν εις υπόληψιν και έπιασεν ομιλίας μαζή του. — Εγώ είμαι καρφίτσα, είπε. Του λόγου σου θα είσαι διαμάντι; — Μάλιστα, δηλαδή από την ιδίαν οικογένειαν.

Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη, ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε, ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα. Ω! δίχως άλλο ο Έρωτάς κ' η πονηρή Αφροδίτη θα του σηκώσαν το μυαλό κ' έπιασεν άλλη αγάπη. Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει. Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.

Εκείνη η σκλάβα κατά τύχην έπιασεν εμένα, και με έφερεν εις την κυρίαν της, η οποία βλέποντάς με, ήνοιξεν ένα κουτί που είχε μίαν αλοιφήν, και μου άλειψε τα ρουθούνια λέγοντάς μου· «Ω άνθρωπε άφησε την μορφήν του ελαφιού, και λάβε την φυσικήν σου». Ευθύς δε που εφώνησεν αυτά τα λόγια ευρέθηκα καθώς ήμουν πρώτα, και έπεσα εις τους πόδας της κυράς διά να την ευχαριστήσω.

Ο βασιλεύς με την Ζωμπαΐδα, εγύρισαν να ιδούν τι ήτον, ομοίως και ο Αμπτούλ κυττάζοντας δεν εγνώρισεν έτσι ευθύς εκείνην που ελιποθύμησε, μα ωσάν την εκαλοκύτταξε, ευθύς τα μάτια του εσκοτίσθησαν και η όψις του έγινεν ωσάν του αποθαμμένου, και ελόγιασαν ότι ήθελεν αποθάνει. Αλλ' ο βασιλεύς ευθύς τον έπιασεν εις τες αγκάλες του, και τον έκαμεν από ολίγον να συνέλθη εις τον εαυτόν του.