Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί.

Μέσφιγγε στην αγκαλιά της και τα κόκαλα της τρίζανε. Με φιλούσε και τα χείλη της ήσαν κρύα· συνάμα η πνοή της μύριζε λιβάνι. Έπειτα την έπιασε τρομερός βήχας κοι πνοές της έπεφταν υγρές στο πρόσωπό μου. Σε λίγο είδα ναναβλύζη αίμα με το βήξιμο από το παθιασμένο στήθος της κέβαψε κόκκινα τα χείλη της. Και σαυτό το ματωμένο στόμα σχηματιζόταν ένα φρικτό χαμόγελο.

Η μάνα μου δε μούλεγε τίποτε· αλλ' η αδερφή μου, που δεν είχε πάψει, φαίνεται, να τη συμπαθά λίγο, μούπε πως η κατάστασή της ήτο πολύ άσχημη. Ο πυρετός κιο βήχας δεν την άφηναν νύκτα και μέρα και στην εκκλησία, που πήγαινε σπάνια, της ερχόντανε λιγομάρες κέφευγε στη μέση της λειτουργίας ή του σπερνού. Τώρα έβγαινε πολύ λιγοστά από το σπίτι.

Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον δύνανται να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους εζήσαμεν ημείς, εις τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας πορφυράς μας ρίνας τα είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και ποικιλώτερα, και ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις επταρνίσθην κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας χιονίστρας των χειρών μου.

Οι ιεροκήρυκες κηρύττουν κατά πολλών άλλων ελαττωμάτων, είπα· αλλά δεν ήκουσα ποτέ έως τώρα να πολεμήσουν από του άμβωνος περί της δυσθυμίας . Τούτο πρέπει να κάμνουν οι ιερείς των πόλεων, είπεν· οι χωρικοί δεν ηξεύρουν τι είναι δυσθυμία· δεν θα έβλαπτεν όμως ενίοτε, θα ήτο τουλάχιστον έν μάθημα διά την γυναίκα του και διά τον κύριον έπαρχον. — Η συντροφιά εγέλασε και αυτός δε μαζί μας εγκαρδίως, έως ότου τον έπιασε βήχας, που διέκοψε την συζήτησίν μας δι' ολίγον· τότε ο νέος έλαβε πάλιν τον λόγον: — Εκαλέσατε την δυσθυμίαν ελάττωμα· μου φαίνεται ότι τούτο είναι υπερβολή. — Καθόλου, του αποκρίθηκα, εάν εκείνο, με το οποίον βλάπτει κανείς τον εαυτόν του και τον πλησίον του αξίζη αυτό το όνομα.

Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα. — Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένητο λέει κ' η παροιμία... Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας.

Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει, προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει.

Κατά τον Αθήναιον ο έρως και ο βήχας, ή ο βηξ, αν αρχαΐζης, αναγνώστα, είναι τα μόνα πράγματα, άτινα δεν δύνανται να κρυβώσι.

Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν