United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν όμορφη η ντόνα Μαρία Κριστίνα, φορούσε μια μαντίλα άσπρη σαν το κρίνο. Πήγαινε στη Νοέμιμου είπε – η Νοέμι έχει την καρδιά τη δική μου, επειδή η καρδιά των νεκρών μένει στους ζωντανούς. Πήγαινε, Ποτόι, μου είπεθα δεις που η Νοέμι θα σε βοηθήσει. Αυτά τα λόγια μου είπε

Ζήλια άναψε το αίμα της κυρίας Μαχαλά. Όχι φωτογραφία παρά τον ίδιον τον αξιωματικό, είδε ριχμένον στο κρεββάτι. Το συμπαθητικό κεφαλάκι του με το ξανθό μουστάκι και τα γαλανά χαδιάρικα μάτια του, το βεργολυγερό κορμί του τόβλεπε ξαπλωμένο στα πρόστυχα στρωσίδια, παραδομένο στην ερωτική λύσσα της δούλας της, σαν ολόδροσο κρίνο στα δόντια ενός χοίρου. Έβλεπε... αλοίμονο και τι δεν έβλεπε!

Ο Καίσαρ μάτωσε της εκκλησίας τον κρίνο.. Όμως αυτός δεν θα δειλιάση και ο καθείς μας να του μοιάση πρέπει, γιατί από τη φθορά στην αφθαρσία θε να περάσωμε και θα ντυθούμε την αθανασία. Από τάφον ανοιγμένο λες και βγαίνει η φωνή της, Για δες πως σειέται σαν καλάμι το κορμί της. ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ. Και τώρα δε θέλω ν' αγνοήτε όπως και οι άλλοι την αλήθεια την μεγάλη.

Μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά της είπε τότε: — Εγώ θα της χαρίσω τα μάγουλά της. Μια ανθισμένη βυσσινιά έσκυψε τα κλαδιά της και της είπε στο αυτί: — Κ' εγώ τα χειλάκια της. Ένα λευκό κρίνο περήφανο είπε: — Κ' εγώ με τα φύλλα μου θα πλάσω το κορμάκι της. Τα διαμάντια και τα ζαφείρια από τα φιδωτά δρομαλάκια της είπαν: — Εμείς θα της χαρίσωμε δυο μάτια, που θα λάμπουν περισσότερο από μας.

Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα. — Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένητο λέει κ' η παροιμία... Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας.

Αγόρασε γουναρικό, πορφύρα, και κόκκινο βελούδο, μεταξωτά υφάσματα, ερμίνα, σιντζάπια, κ' ένα πέπλο λευκότερο από κρίνο, κι' ακόμη ένα βασιλικό άλογο σελλωμένο με χρυσάφι, που πήγαινε βάδην, σιγά-σιγά. Οι άνθρωποι γελούσαν βλέποντάς τον να σκορπίζη γι' αυτά τα αλλόκοτα και μεγαλοπρεπή ψώνια, της οικονομίες που τόσον καιρό είχε μαζέψει.