United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΚΒΕΘ Προς τι 'σάν τον ανόητον εκείνον τον Ρωμαίοντο ιδικόν μου το σπαθί επάνω ν' αποθάνω; Ενόσω βλέπω ζωντανούς, καλλίτερ' ας πληγόνω ξένα κορμιά! ΜΑΚΔΩΦ Γύρνα εδώ, γύρνα, σκυλί του Άδου! ΜΑΚΒΕΘ Εσέν' απ' όλους μεταξύ σ' απέφευγα. Τραβήξου! Μου φθάνει όσον αίμα σου βαρύνει την ψυχήν μου. ΜΑΚΔΩΦ Δεν έχω λόγια! Το σπαθί είν' η φωνή μου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πούθε' έρχεται κι' ο κεραυνός όπου λαμποκοπάει από φωτιά; αυτό να ειπής, και όταν μας χτυπάη μας καίει σαν τα φρύγανα, και τσουρουφλίζει φοβερά τους ζωντανούς; Τον στέλνει ο Ζευς στους επιόρκους φανερά. Και τ' είνε τάχα ο κεραυνός;

Ήταν όμορφη η ντόνα Μαρία Κριστίνα, φορούσε μια μαντίλα άσπρη σαν το κρίνο. Πήγαινε στη Νοέμιμου είπε – η Νοέμι έχει την καρδιά τη δική μου, επειδή η καρδιά των νεκρών μένει στους ζωντανούς. Πήγαινε, Ποτόι, μου είπεθα δεις που η Νοέμι θα σε βοηθήσει. Αυτά τα λόγια μου είπε

Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αν το να ξαναζήση κανείς υπάρχη, αυτό, δηλαδή η ανάζησις, δεν θα είναι γέννησις ενός εις τους ζωντανούς από τους αποθαμμένους; Βεβαίως, είπεν ο Κέβης.

Ήτο και ο όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ, «ανθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν». Μωυσής δεύτερος, είχε χαράξει το σημείον του Σταυρού, όταν διεκολύμβησε δις και χιαστί τον Νείλον, κρατών επί των οδόντων την μάχαιραν, με σκοπόν να φονεύση τον εχθρόν του· και μη επιτυχών αυτόν, επανέπλευσε κρατών δύο κριούς ζωντανούς, διά των ρωμαλέων βραχιόνων του, υπεράνω του ρεύματος.

Τότε ο Γύλιππος διέταξε να συλλαμβάνουν ζωντανούς τους εχθρούς· όλοι δε εκείνοι, τους οποίους οι Συρακούσιοι δεν είχαν κρύψει, και των οποίων ο αριθμός ήτο μέγας, μετεφέρθησαν ζώντες· έστειλαν επίσης προς καταδίωξιν των τριακοσίων, πού είχαν διαφύγει τους φύλακας διά νυκτός, και τους συνέλαβαν.

Μήπως μπορούσα να βγω από το δάσος και να κατέβω στην πεδιάδα, για να σας την παραδώσω; Δεν είχατε δώσει διαταγή να μας πιάσουν νεκρούς ή ζωντανούς; Αλλά και σήμερα όπως τότε, είμαι έτοιμος, ωραίε Άρχοντα, να προκαλέσω οποιονδήποτε και να υποστηρίξω σε μονομαχία, εναντίον όποιου θέλη, ότι ποτέ η Βασίλισσα δεν είχε για μένα και ποτέ εγώ δεν είχα για τη Βασίλισσα έρωτα τέτοιον που να σας προσβάλλη.

Ποιος ξέρει μην η μοίρα, Αδέρφια, μ' αποκοίμισε για να με συνειθίσητου τάφου το τρισκόταδο. Εγώ κι' ο γέρο Χάρος Εψές λογαριαστήκαμε, και ’ς το κατάστιχό του Ένα μικρό καταιβατό μένει άγραφο για μένα. Γνοιαστήτ' εσείς τους ζωντανούς. Εγώ θα πολεμήσω Για τα παληά μας κόκκαλα. Στη φλόγα του πολέμου, Σα μέσαένα θυμιατό, θα ρίξω το κορμί μου Να γένω νεκρολίβανο ’ς το φοβερό τρισάγιο.

Κι όταν αρχίζαμε ναπελπιζόμαστε πια πως θα τους ξαναδούμε ζωντανούς, παρουσιαζόνταν άξαφνα, σα να μην είχε γίνη τίποτε, ξαφνισμένοι κ' οι δυο για την ταραχή μας. Θα είταν άδικο, αν έλεγα πως ο Σβεν είτανε καθαυτό ανυπάκουο παιδί. Σ' αυτό όμως το κεφάλαιο δεν είταν τόσο ευκολομεταχείριστος.

Όσοι γεννιούνται δε θα πεθάνουν όλοι μια μέρα; Ας παρακαλούμε μόνον να πέρνη ο Θεός τους πεθαμένους και να φυλάη τους ζωντανούς!... Αλλά κείνη δεν ήθελε ν' ακούση. Τρεις μέρες περίμενε, θέλοντας να πάη με τον αγαπητό της κύριο. Την τετάρτη, γέννησε ένα παιδί, ένα γυιό. Τον αγκάλιασε. «Παιδί μου, του είπε, πολύν καιρό είχα επιθυμία να σε ιδώ.