United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάρετέ το όπως θέλετε, και συνδυάσετε τις δυνατές περιπτώσεις, με τις οποίες θα μπορούσα και θα έπρεπε να μείνω· αρκεί· εγώ φεύγω· και για να ξέρετε πού πηγαίνω, είνε εδώ ο ηγεμών , ο οποίος ευρίσκει πολλήν ευχαρίστησιν από την συναναστροφή μου· αυτός με παρεκάλεσεν, όταν άκουσε περί του σκοπού μου να υπάγω με αυτόν εις τα κτήματα του, και εκεί να περάσω την ωραίαν άνοιξιν.

ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Εχθρός μας είν', αυθέντα μου! ΜΑΚΒΕΘ Κ' εχθρός 'δικός μου είναι! Τόσον εχθρός, που όσον ζη και όσον αναπνέει, κάθε στιγμή του μαχαιριάτα σωθικά μου είναι! Από το πρόσωπον της γης 'μπορούσα να τον 'βγάλωτο φανερόν, και νόμος μου να ήν' η θέλησίς μου. Πλην δεν συμφέρει, επειδή κάποιοι 'δικοί του φίλοι, είναι και φίλοι μου.

Αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτε ούτε να σκεφτώ τίποτε. Η ευτυχία μού ήρθε τόσο ανέλπιστα, ώστε να μην μπορώ να συνέρθω από τη φοβερή νάρκη, που με κυρίευε ακόμα. Μηχανικά έβγαλα τα γάντια μου και το επανωφόρι μου κ' έστεκα εκεί και προσπαθούσα να συνηθίσω τα μάτια μου στη λάμψη της φωτισμένης κάμαρας. — Δε θέλεις να πας μέσα να τονέ δης; Δεν κοιμάται, είπε η γυναίκα μου.

Όλοι χαιρετούσαν τον τυφλό σαν παλιό γνώριμο, αλλά κοίταζαν με καχυποψία τον Έφις. «Εσύ είσαι ακόμη δυνατός και καλοστεκούμενος», του είπε ένας νεαρός σακάτης, «πώς και ζητάς ελεημοσύνη;» «Έχω μια κρυφή αρρώστια που με τρώει και μ’ εμποδίζει να δουλέψω», απάντησε ο Έφις, αλλά ντράπηκε για το ψέμα του. «Ο Θεός λέει να δουλεύουμε όσο μπορούμε∙ μακάρι να μπορούσα κι εγώ.

Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες; — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ... Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

Κατάλαβες, φίλε μου, αν και χωρατέβω μαζί σου και γελώ, αν και σου γράφω πως αγαπώ το καλοκαίρι, γιατί μου θυμίζει τα χρόνια τα παλιά, ή πως μου αρέσουν ακόμη τα λουλούδια, γιατί μου θυμίζουν τη μυρωδιά της, κατάλαβες πως τέτοια χαρά, χαρά δεν είναι και πως χάθηκε, πως πάει η ζωή μου. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορούσα να μείνω, αν και το τραβούσε η καμένη μου η καρδιά. Δε γίνουνταν αλλιώς.

Τον είδα με τα μάτια μου εγώ, Μίκυλλε. ΜΙΚ. Αυτός το έκλεψε και έπειτα έκανε όρκους σ' όλους τους θεούς ότι δεν ήξευρε τίποτε; Αλλά γιατί δεν εφώναζες τότε, κυρ Πετεινέ, και δεν με ειδοποιούσες όταν έβλεπες ότι μας ελήστευαν; ΠΕΤ. Δεν μπορούσα τότε να μιλήσω, αλλ' έκραξα. Τέλος πάντων τι ήθελες να πης για τον Σίμωνα; ΜΙΚ. Είχε ένα ανεψιόν υπερβολικά πλούσιον που λεγότανε Δριμύλλος.

Όλα έξω μου και μέσα μου γίνανε τόσο θεόρατα ψηλά και μεγάλα, ώστε μου φαινότανε πως δεν μπορούσα να φτάσω τίποτε. Δεν είτανε καμιά παρηγοριά σ' αυτά παρά μόνο ένας απελπισμένος αποχαιρετισμός. Μα προχωρούσαν οι ώρες κ' ήρθε πια η στιγμή της ακατανίκητης κόπωσης, όταν κλείνουνε τα μάτια και τα χέρια δένουνται σε μια μόνη προσευχή: Πώς να τελειώνανε όλα.

Δεν μπορούσα να λησμονήσω ό,τι εδιάβασα σχετικώς προς το φρέαρ αυτό: ότι δηλαδή είς αιφνίδιος τερματισμός της ζωής ήτο μία πιθανότης, την οποίαν οι ιερεξετασταί δεν ημπορούσαν να παραδεχθούν εν τη άκρα αυτών σκληρότητι. Η ταραχή του πνεύματός μου με εκράτησεν εν εγρηγόρσει επί πολλάς ώρας· αλλ' επί τέλους απεκοιμήθην και πάλιν.

ΧΟΡΟΣ Και που πηγαίνεις τώρα, σε ποια μέρη τρέχεις να περιπλανηθής; ΗΡΑΚΛΗΣ Στη Θράκη θα ζητήσω τα τέσσαρα τα άλογα, που έχει ο Διομήδης στο άρμα του. ΧΟΡΟΣ Εσκέφθηκες καλά πως θα το κάμης; Γνωρίζεις με ποιόν άνθρωπον πηγαίνεις να τα βάλης; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι, δεν έτυχε ποτέ στην χώρα των Βιστόνων. ΧΟΡΟΣ Αδύνατον τα άλογα να πάρης χωρίς μάχην. ΗΡΑΚΛΗΣ Αλλ' όμως κι' ούτε ν' αρνηθώ μπορούσα.