United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για αφτό αφρισμένοι οι Δαναοί κι' οι Τρώες το καράβι ένας τον άλλο από κοντά βαρούσαν, κι' απ' αλάργα δεν καρτερούσαν δοξαριών ρηξές και κονταριώνε, Μον έστεκαν σιμά σιμά, κι' οι δυο τους μ' ίδιο πάθος, 710 και με μπαλτάδες κοφτερούς χτυπιόντουσαν κι' αξίνες και με θεόρατα σπαθιά και δίστομες μαχαίρες.

Δε βάσταξε πια τότες, μόνο ξεφώνησε « Τώρα τα βλέπω και γω με τα μάτια μου όσα τόσους χρόνους τάκουγα και δεν τα πίστευα, τόσα αξετίμητα πλούτη, τόσα θεϊκά μεγαλεία!» Η θέα της πεντάμορφης Πόλης, τα θεόρατα τειχίσματά της, τα μαρμαρόχτιστα χτίρια, ο λιμένας με ταρίφνητά του καράβια, όλ' αυτά τον ξετρέλαναν και ξαναφωνάζει «Μα την αλήθεια επίγειος Θεός είναι ο Ρωμαίος ο Αυτοκράτορας.

Και σάμπως να χαλάρωνε ολοένα κάποιο δέσιμο πούχε σφιχτοζώσει την ψυχή τους, μια γαλήνη ξαστέρωνε τα πρόσωπα τους, τα μάτια τους ανοίγανε διάπλατα και λαμπερά και πηγαίνανε νακκουμπήσουν το φως τους, γλυκασμένο, ολόγυρα: στους κοκκινοφλέβηδες βράχους των λατομείων που στέκονταν εκεί με τις γνώριμες τους φυσιογνωμίες, σα φίλοι που περιμένουν, και τους βλέπανε νάρχωνται από μακριά. . στις ασβεστωμένες μάντρες με τις ρεκλάμες για γάντια και καπέλλα και κάλτσες πλεχτές που ξεφωνίζανε βουβά με θεόρατα γράμματα μες τη σιγαλιά του βουνού και της κάψας. . στα χορταράκια του δρόμου που γλυκοζούσαν κρυμμένα μες τις πέτρες. . στα μαυρισμένα τα καμίνια. . . Όπως τα καμίνια που ταφήναν πίσω τους, έτσι κάτι μαύρο μέσα τους ξεμάκραινε, απόμενε πίσω, σα να μην είχε δύναμη να τους ακολουθήση παραπέρα προς το φως το ξέχυτο και τα λουλούδια. . . . . Κ' έξαφνα μπροστά τους άπλωσαν οι καταπράσινοι κάμποι της Καλλιθέας με τα μυριόχρωμα λουλούδια!

Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφορο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι' αυτοί, και πίσω το πλήθος.

Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης. — Κ’ εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτα Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας. Όλ' εύραμε καλλίτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτα Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτα θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες.

Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί. Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.

Όλα έξω μου και μέσα μου γίνανε τόσο θεόρατα ψηλά και μεγάλα, ώστε μου φαινότανε πως δεν μπορούσα να φτάσω τίποτε. Δεν είτανε καμιά παρηγοριά σ' αυτά παρά μόνο ένας απελπισμένος αποχαιρετισμός. Μα προχωρούσαν οι ώρες κ' ήρθε πια η στιγμή της ακατανίκητης κόπωσης, όταν κλείνουνε τα μάτια και τα χέρια δένουνται σε μια μόνη προσευχή: Πώς να τελειώνανε όλα.

Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός, εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές, εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο τόσο τρέξιμο.

Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφοοο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι αυτοί, και πίσω το πλήθος.

Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης. — Κ' εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτά Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας. Όλ' εύραμε καλύτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτά Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτά θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες.