United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχωνται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Πώς μπορείς να κάμης κακό στον αδερφό σου, στον σύντροφό σου, στον φίλο σου; Ήγουν, διά να καταλάβετε καλά, πατέρες, τι λέγω, θέλεις εσύ νάρχωνται να κάνουν πατινάδες αποκάτω στα παράθυρά σου την νύκτα; — Δεν τα λες και τόσο βαθειά ελληνικά, καταλάβαμε, είπεν ο πρώτος λαλήσας, ο Αλέξανδρος ο Κονόμος.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Νάχη φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Να τραγουδάη και νάρχωνται τ’ αρκούδια να χορεύουν, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή τ’ αηδόνια να σωπαίνουν;

Μη φοβάσαι, κοπέλλα μου, μη φοβάσαι, την καθησύχασε κείνος· έχω δυο μάτια εγώ, δυο μάτια που βλέπω· ένα για τα ψηλά κ' ένα για τα χαμλά... μη φοβάσαι. — Δυο μάτια είχε κι ο αδερφός σου. — Μα δεν είχε μαζί του το φυλαχτό. — Ποιο φυλαχτό; — Εσένα, ψυχούλα μου... Έφτασε ως τόσο κ' η μέρα του γάμου. Από την προπαραμονή άρχισαν νάρχωνται πλήθος τα δώρα.