United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.

Αχ! τι ώμορφος, που είταν ο πατερούλης μ'! Ψηλός, ασπροκόκκινος, μαυρομμάτης, μαυροφρύδης και μαυρομούστακος. Άγγελος γραμμένος, βαβούλα μ'! Τι πατέρα ώμορφον έχω η καημένη και δεν το γνώριζα ως τα τώρα!

Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη. Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει: — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω, Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν, Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω; — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!

Απ' το παλάτι ξέμακρα να ξαποστάσουν στέκουν Και ρίχνουν κλήρο και λαχνό, 'ς όποιον απ' όλους πέση, Γυναίκα του η βασίλισσα σκλάβοι του οι άλλοι νάναι. Κ' ένας μικρός και πλειο ώμορφος πετιέται και φωνάζει: — Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει.

Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει: « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες, » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη βράχους, » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι;

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Όπου είν' ο Μίλων ο ώμορφος κι όπου διαβαίνει εκείνος, εκεί με μέλι οι μέλισσες γεμίζουν τις κυψέλες, εκείν' οι γίδες εύρωστες κ' είν' όλες διπλομάννες, εκείνε κ' οι βελανιδιές ψηλότερες ακόμα· σαν φεύγη αυτός, μαραίνονται βοτάνια και τσοπάνης.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να μάση χίλια αγριόγιδα και να τα κάνη στάνη, » Να τα βοσκάη στους γκρεμούς, στα πλάγια να τ’ αρμέγη » Να βγάζη τ’ αγριοβούτυρο, να πήγη τ’ αγριοτύρι;

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Σαν τέτοιον άντρα επιθυμώ, σαν τέτοιον άντρα θέλω, » Να δώσω την αγάπη μου, να δώσω την καρδιά μου, » Και τη χρυσή αρραβώνα μου, την πολυγυρεμένη, » Που χίλοι την εγύρεψαν και χίλιοι την γυρεύουν » Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλή τους λύπη, » Κι’ ακόμα δεν την έδωκα κι’ ακόμα δεν τη δίνω, » Γιατ’ όσοι μου την ζήτησαν και την ζητούν, κανένας » Δεν είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Όπως το θέλει η Μοίρα μου, το μαύρο ριζικό μου

» Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Έχω φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Σαν τραγουδάω χορεύουνε στα πλάγια μου τ’ αρκούδια, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή βουβαίνονται τ’ αηδόνια.