United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μας έμαθες, καθώς βλέπω, ακόμα· να μείνης μαζί μας λιγάκι, να μας μάθης καλλίτερα. Και σαν ταποφασίσης και μείνης έξη μήνες, ένα χρόνο, πέντε χρόνια, θα μάθης αυτό που βλέπεις και τώρα. Ο ένας να τα φορτώνη του αλλονού. Ο καθένας να κυνηγάη τη δουλειά του, κ' οι μεγαλήτερες οι δουλειές εδώ γίνουνται στα πολιτικά.

Πηγαίνανε με την τάξη τους όλοι οι πρώτοι αξιωματικοί, πρόσπεφταν, το προσκυνούσαν, κ' ύστερα τασπάζουνταν. Κι ακατάπαβα μπαινοβγαίνανε δούλοι κ' επιστάτες του Παλατιού, ζητώντας του προσταγές, σα να ζούσε ακόμα· ώσπου ήρθε ο γιός του ο Κωστάντιος, ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, κ' έγινε ο ενταφιασμός.

— Ε, παιδί είνε ακόμα· είπε η κυρά Πανώρια· θάρθ' η ώρα του να κάτση να συλλογιστή κι αυτός. — Παιδί; τώρα πίσωπίσω παιδί; Άντρας εικοσιδυό χρονών και θα μου τον πης παιδί! — Όχι δα και συ εικοσιδυό χρονών! κοντεύεις να τον κάμης γέρο από τώρα! Το σαραντάημερο θα κλείση τα είκοσι. — Ας είνε και είκοσι. Τώρα τα παιδιά στα δεκαπέντε παύουν να είνε παιδιά· τρέφουν φαμελιές.

Πατέρα Δία, κι Αθηνά θεά, και Περσεφόνη όπου με τη μητέρα σου μαζί σας έχει λάχει η πλούσια και πολύκαρπη των Εφυραίων χώρα, είθε από τούτο το νησί κακήν κακώς να φύγουν οι εχθροί, κι όσοι γλυτώσουνε, το μήνυμα του ολέθρου να φέρουν στην πατρίδα των και σ' όλους τους 'δικούς των· κ' οι χώρες μας που οι βάρβαροι τις έχουνε ρημάξει σαν μάννες να καλοδεχτούν και πάλι τα παιδιά των ναρχίσουν να δουλεύωνται τα έρημα χωράφια· καλοθρεμμένα πρόβατα στους κάμπους να βελάζουν τα βώδια να γυρίζουνε το βραδυνό στις στάνες στον οδοιπόρο δείχνοντας το βήμα του να βιάση· ταλέτρι για το σπόρισμα τη γη να ξανανιώνη, μέσ' στον καιρό που ο τζίτζικας, κρυμμένος στακροκλώνια να μην τον εύρουν οι βοσκοί, δεν παύει το τραγούδι· ναπλώνουν γύρω στάρματα τα υφάδια των οι αράχνες κι ο πόλεμος να ξεχαστή και τώνομά του ακόμα· οι ωδές να φέρουν άφταστη του Ιέρωνος τη δόξα πέρα και πέρα, πιο μακρυά κι απ' της Σκυθίας τον πόντο, στα κάστρα που η Σεμίραμις με πίσσα τάχει στρώσει και μέσα εκεί εβασίλευεκάστρα πλατιά, μεγάλα.

Δεν τόλμησα όσα τολμά ο λαός· όχι γιατί τα φοβούμαι, μα γιατί δεν είναι καιρός ακόμα· όσα σήκωνε ο καιρός ο δικός μας, τόλμησα μόνο και θα το καταλάβουν κατόπι οι άλλες γενεές. Από την Πάρο στην Αξιά πήγα με καΐκι κι από τη Χώρα πήγα ίσια στα χωριά.

Όλο το βιος όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια στην Τροίαπου έτσι η θάλασσα να θε τον πνίξει πρώτα! — 390 το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα· το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε.

Έπειτα χοίμηξε τους γιους του Φαίνοπα να πιάσει, το Θόνα και τον Ξάνθονε, λέφτερα αγόρια ακόμα· αφτόν τα έρμα γερατιά τότε έτρωγαν, και πια άλλον ο δόλιος γιο δεν έκανε ν' αφήκει κληρονόμο. 155 Γιατί ο Διομήδης έκοψε και των διονών τα νιάτα, κι' άφισε κλάψες και πικρά φαρμάκια του πατέρα, τι δεν τους είδε ζωντανούς στο σπίτι να γυρίσουν οχ τη σφαγή, μον μοίρασαν το βιος του οι συμπεθέροι.

Πρέπει ακόμα να παρατηρήσομε, πως ίσαμε σήμερα, αυτή η αρρώστεια είναι ξεχωριστά της δικής μας ηπείρου, όπως οι θεολογικοί καυγάδες. Οι Τούρκοι, οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Κινέζοι, οι Σιαμαίοι, οι Γιαπωνέζοι δεν την γνωρίζουν ακόμα· αλλ' υπάρχει αποχρών λόγος να τη γνωρίσουν κι' αυτοί σε μερικούς αιώνες.

Άλλο του έργο ακόμα πιο σημαντικώτερο, το μεγάλο το Τείχος πούστησε έξω κ' έξω από τα προτερινά τειχίσματα της Πρωτεύουσας, να διαφεντεύη κάθε ξωχώρι από Σλάβους κι από Βουλγάρους, μα κι από τους Φοιδεράτους ακόμα· τετρακόσα είκοσι στάδια από τη Μαύρη θάλασσα ως την Προποντίδα, και με πύργους στεριούς από τόπο σε τόπο, που τους αποτέλειωσε κατόπι ο Ιουστινιανός.

— Έ, υπομονή, κουράγιο· τι να κάμουμε; είπεν εις απάντησιν ο γέρο- Φόλης. — Τι υπομονή, κουράγιο; επανέλαβεν εν απορία ο Αγάλλος. — Αυτά έχει ο κόσμος, απήντησεν ο Φόλης. — Το ξέρω, είπεν ο Αγάλλος· μόνο πες μου τι τρέχει; — Ζωή σε λόγου σου, είπε πάλιν ο άλλος. — Πέθανε το Γκλεζώ; — Δεν απέθανε ακόμα· πεθαίνει. Τω όντι η νεάνις έπνεε τα λοίσθια.