United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε βλέπεις πόσοι εμείναμε;... 'Σ το Χάνι ο Βακογιάννης Με τον Καλύβα εκλείστηκαν ... — Κ' εγώ... χειρότερός τους; — Όχι, Θανάση, μένω εγώ, πώφαγα το ψωμί μου Και δε μ' αποζητάει κανείς... Μένει μ' εμέ κι' ο Μήτρος, Εκείνος είναι νειώτερος... θα πάρη τώνομά σου Και δε θα σ' εντροπιάσωμε ... — Πώς είπες;... Τώνομά μου;... Δε θα κοτήση ο θάνατος, Διαμάντη, να το πάρη Και σεις θα μου το κλέψετε;

Θαύρω τεχνίτας διαλεκτούς το σώμα σου να κάμουν κι' απάνω στο κρεββάτι σου εγώ θα το 'ξαπλώσω και πέφτοντας κ' εγώ κοντά γλυκά θα ταγκαλιάζω και λέγοντας σου τώνομα, πως σ' έχω θα νομίζω αν και εσύ δεν θάσαι πια! Παρηγορία μαύρη, μα κάποιο θάρρος στην ψυχή θαρρώ πως θα μου δίνη.

Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουντώνομά σου. Περιποιήσου τα, σε παρακαλώ. — Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω!

Στείλε το ματωμένο Στα μακρυνά τ' αδέρφια μας τον τρύγο σου να φέρη Ωσάν πρωτόλουβον καρπό, μαζύ με τώνομά σου. Ο Βακογιάννης στα ριζά, και πλεύρα ’ς το γεφύρι Της Αλαμάνας, Πανουριά, θα στήσω τον Καλύβα. Εις τη Δαμάστα μένω εγώ, σας το ζητώ για χάρη, Κι' όταν αρχίσουνε... Σιωπή!... μου κάστηκε πως είδα Σαν έναν ίσκιο να διαβή... Εσ' είσαι, μωρέ Μήτρε; — Εγώμαι, καπετάνε μου.

Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκεταις περσιναίς εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα; Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν. Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον αναγνώστην ο γείτων του. Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.

Εμείς, όπως και τώπαμε, λέγαμε τώνομά του· μα εκείνη δε μας τώλεγε, τ' ήμουν εγώ κοντά της. Φαντάζεσαι τη θέση μου και τ' είχα μέσ' στο νου μου; — Δε θα μας 'πής, τι σώπασες; μαν είδες κάνα λύκο; της είπε κάποιος παίζοντας. — Το βρήκες, τούπ' εκείνη· κι άναψε κ' εκοκκίνισε τόσο, που απ' τη θωριά της λύχνο μπορούσες ν' άναβες.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τώνομά τους καλά δεν ξέρω ακόμη, μα είνε άνθρωποι καλοί, κ' έχουν για όλα γνώμη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τους ξέρω τους παμπόνηρους, τους ψευτοπαινεψάρηδες• τάχα για τους ξυπόλυτους αυτούς και κιτρινιάρηδες δεν λες, που είν' ο Χαιρεφών με τον παληο-Σωκράτη; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Δόσε μου τους φασιανούς που τρέφει ο Λεωγόρας• αλλοιώς, μα τον Διόνυσο, καθόλου δεν πηγαίνω.

Υιός του πατρός σου είμ' εγώ, και τώνομά μου Έδγαρ. Δίκαια κρίνουν οι θεοί! Αυτοί την ανομίαν την κάμνουν εργαλειόν των τον πταίστην να παιδεύσουν. 'Σ το σκότος ο πατέρας μου σ' εγέννησεν ανόμως, και έχασ' εξ αιτίας σου το φως! ΕΔΜ. Αλήθεια λέγεις! Έγιν' ο κύκλος του τροχού ολόκληρος, — κ' ιδού με! Μ' εφάνη η παρουσία σου ωσάν να προφητεύη ευγένειαν βασιλικήν!

Τι να σε κάμω, παιδί μου; Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: — Τώνομά σου, παιδί μου; — Θανάσης! — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα — — Λάδισυνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος: — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου.

Στρατολογήσας εν βία ο Ομέρ Βριόνης είχε παραλάβει πολλούς νεανίσκους αλβανούς και περί τούτων γίνεται λόγος ενταύθα, «Εκείνος είναι νειώτερος... θα πάρη τώνομά σου» σ. 109