United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υιός του πατρός σου είμ' εγώ, και τώνομά μου Έδγαρ. Δίκαια κρίνουν οι θεοί! Αυτοί την ανομίαν την κάμνουν εργαλειόν των τον πταίστην να παιδεύσουν. 'Σ το σκότος ο πατέρας μου σ' εγέννησεν ανόμως, και έχασ' εξ αιτίας σου το φως! ΕΔΜ. Αλήθεια λέγεις! Έγιν' ο κύκλος του τροχού ολόκληρος, — κ' ιδού με! Μ' εφάνη η παρουσία σου ωσάν να προφητεύη ευγένειαν βασιλικήν!

Είμαι άτυχος άνθρωπος, μου είπε. «Την ανομίαν μου γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός». Αλλά δε φταίω κ' εγώ. Η τύχη με κατατρέχει Να με σώσης και τούτη τη φορά. Να με πάρης μαζί σου, να ησυχάσω, στάγια χώματα. Τον πήρα. Δε γλύτωσα την πλημμύρα... — Να κυττάξης να ησυχάσης τώρα, του είπα. Να μη σε μέλλη αν κλέβη ο δήμαρχος κι' αν μαλλώνη ο βουλευτής με τον εργολάβο.

Εις τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του δεν έχει τόπον το πάθος της φιλαρχίας καθ' εαυτό, αλλά ο Αμλέτος αγανακτεί διότι και μεγιστάνες και λαός αναίσθητοι εις την στέρησιν αγαθού βασιλέως, ο οποίος είχε δοξάση και μεγαλύνη την πατρίδα, αναβιβάζουν εις τον θρόνον την εξαχρείωσιν και την ανομίαν.

Ο δε βασιλεύς της Θέμπας με οξύτητα ξεπεζεύοντας παίρνει εις τας αγκάλας του την αγαπημένην του γυναίκα, και γεμάτος από αγαλλίασιν της λέγει· αχ! βασίλισσά μου, με τι μάτια κυττάζεις ένα συμβίον που σε εκαταφρόνεσε τόσον; μα αλλοίμονον εις εμέ, εις τι τυφλότητα έπεσα να παιδεύσω μίαν ανεύθυνον; παρακαλώ σε μη με μισήσης ότι εγώ δεν έχω το φταίξιμον, αλλά οι μαγείες εκείνης της μιαράς με εθάμπωσαν, και έκαμα τέτοιαν ανομίαν, και διά τούτο παρακαλώ να συμπαθήσης το σφάλμα μου.

Διά τούτο και ο Ιησούς προς μεν τους αδίκους είπεν «Αποχωρείτε απ' εμού οι εργαζόμενοι την ανομίανπερί δε των δικαίων « Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. »

Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω εις τον επίβουλον γέροντα.

— Ο Θεός να σε γλυτώση, κόρη μου, «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος», επέφερεν ο Ιωάσαφ, συνεχίζων τον ψαλμόν. — Απ' την κακία, απ' την κακογλωσσιά, απ' το φθόνο, δεν μπορεί να γλυτώση ένας άνθρωπος. — «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ-Ιωάσαφ. Είτα αφού εγέμισε το σταμνί του, είπε·

Η σκληρά ακάθαρτος σαρξ, λέγει είς των νεωτέρων, αδυνατεί να εννοήση την εναγώνιον αιαισθησίαν αναμαρτήτου φύσεως ερχομένης εις επαφήν προς την ανομίαν και το μίσος. Δι' όλων τούτων διήλθε, και προεγεύθη πικρίαν χείρονα της πικρίας του θανάτου. Και μετ' ολίγον, νικητής αλλά κεκμηκώς, ήλθε να ζητήση μικρόν ανθρώπινον στήριγμα από τους εκλεκτούς των εκλεκτών Του, τους τρεις Αποστόλους Του.

Ο Ραββάς ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο κινδύνους, ότι αν ειπή την αλήθειαν ήτον κακία, και αν την κρύψη χειρότερα, και με το στανιό του ηναγκάσθη να ομολογήση όλον εκείνο, που έκαμεν εναντίον της Ρεσπίνας· και πως εμετανοούσεν εις την αδικίαν, που έκαμε του αδελφού του, κάνοντας να θανατωθή αδίκως η ωραιοτάτη του γυναίκα, και τα λοιπά ως ηκολούθησαν και εξωμολογήθη την ανομίαν του με μεγάλην συντριβήν, χωρίς πρόφασιν καμμίαν.

Διότι, κατά θείον έλεος, το αίμα το χυθέν υπ' εκείνων ομοίως εχύθη και δι' εκείνους· η φωνή την οποίαν ηγωνίσθησαν να πνίξωσι διά του θανάτου, υψώθη εν τη τελευταία προσευχή της επικαλουμένη έλεος διά τους φονείς Του. Είθε το αίμα εκείνο να εξαλείψη την ανομίαν των! είθε η προσευχή εκείνη να εισακουσθή! ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΞΑ'. Η Σταύρωσις