United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα. ήλθετον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτήτης κορασιάς την κλίνη, 20την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην• αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Αλλά πώς θα δυνηθή ο Αμλέτος, με τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του, με την έμφυτον ειλικρίνειάν του, να αντικρύση εις το εξής ατάραχος την όψιν μιας μητρός εξαχρειωμένης, η οποία και ζώντα αδίκησε και νεκρόν εξακολουθεί να αδική τον πατέρα του, και ενός ανάνδρου υποκριτού, ο οποίος ατιμώρητος απολαμβάνει ήσυχα τους καρπούς της αδελφοκτονίας; Ό,τι δεν δύναται να κατορθώση η προαίρεσις, θα το πλάση η φανταστική δύναμις με την συνδρομήν ισχυράς θελήσεως· θα πάρη ο Αμλέτος ήθος αλλόκοτο, μωρό · θα παρουσιασθή από τώρα, και οπότε και όσον είναι ανάγκη, με όψιν καθ' ολοκληρίαν τεχνητήν, και τούτη η φαινομενική μεταμόρφωσις θα τον καταστήση ικανόν να ομιλή και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα αληθή αισθήματά του χωρίς να προδώση τον απόκρυφον σκοπόν του.

Εις τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του δεν έχει τόπον το πάθος της φιλαρχίας καθ' εαυτό, αλλά ο Αμλέτος αγανακτεί διότι και μεγιστάνες και λαός αναίσθητοι εις την στέρησιν αγαθού βασιλέως, ο οποίος είχε δοξάση και μεγαλύνη την πατρίδα, αναβιβάζουν εις τον θρόνον την εξαχρείωσιν και την ανομίαν.

Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, και όσατα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105 όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσατο μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεόςτην γνώσι• 110 αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητοςτην μάχη. και άλλα πολλά παθήματα σιμάαυτά μας ηύραν• και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115 πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα• ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. αυτού κανείς τον Οδυσσηάτην γνώσι ν' αντικρύση 120 δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, 'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω• προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125 τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας• αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους• αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν καιτα πλοία 130 μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, κακήναυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας• επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν• όθεν εσύντριψε πολλούςτην τρομερήν οργή της τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135 'που την διχόνοιαν έσπειρετους αδελφούς Ατρείδαις. κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου• και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα• κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140 τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν όλ' οι Αχαιοίτα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης• δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145 μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη• ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150 και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας• κ' εμείς εσύραμε πρωίτην θάλασσα την θεία τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155 σιμάτον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη• έτσιτα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμετην πατρίδα, εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160 να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165 ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεόςτον νου του. ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους• και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπιτην Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170 προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος• και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη• έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175 πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός•τους ιχθυοφόρους δρόμους τα πλοία τρέχαν και άραξαντην Γεραιστό την νύκτα. του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει• τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185 αλλ' όσα εδώ καθήμενοςτα μέγαρά μου ακούω, ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω• λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, 'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος• καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190 και όλους τους άνδραις έμπασετην Κρήτη ο Ιδομενέας, όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε. για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195 τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.