United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο• και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235 τρέμοντας εσυρθήκαμετου άντρου μες τα βάθη. τα παχειά πρόβατ' έμπασετο ευρύχωρο το σπήλαιο. όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240 βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245 και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια• και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250 την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι, ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθετα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255

Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα. Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα: — Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!

Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φοράΝα με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φοράΝα με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: « — Να καπετάνιος μια φορά

Δεσπότη μου, μ' εδέσανε ... Τα σίδερά μου κόψε. — Θανάση, μην είσ' άπιστος ...Δε σε κρατεί κανένας. Ανέβηκαν μεισουρανύς. Πετούν... Πετούν ακόμα .. Αφίνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι' αστέρια. Τρυγόνια διαβατάρικα που πήγαιναντη Δύση Τους απαντούντα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.

Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια, 350 αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε «Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο, ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας, να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει.

Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα, κείνον, 'που ακόμη ζωντανόςτα πέλαγα κρατιέται, ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.

Εχαμογελούσε ο ουρανός απάνω όλος μαγικά, κι αγκάλιαζε, εκαθρέφτιζε μέσα ο γιαλός, πάνω στα αθογαλερά του και ασημένια χρώματα, τις πλούσιες ροδαριές της χαραβγής και τουρανού τα ερωτάρικα χρυσόγελα. Στεριές και περιγιάλια και βουνά και πέλαγα, η φύση όλη ερόδιζε κι ασπρολογούσε τόρα, γλυκοβαμένη μες τα ουράνια διάφωτα της κονταβγής, φωτολουσμένη μες τα μαγικά, ροδόχρυσα ηλιοβαρέματα.

Δεν το κάνει διόλου, για να μην είναι τάχα η γλώσσα του τεχνητή, αφού βλέπουμε πως με την τέχνη του ξέρει περίφημα να μιμηθή τη ζωή την ίδια, το κάνει, γιατί. . . δεν του μέλει. Τι να του μέλει για τέτοιες μικροδουλειές, ενός ποιητή σαν τον Καρκαβίτσα; Ο Καρκαβίτσας τη θάλασσα συλλογιέται, τους αφρούς και τις ομορφιές της, τους πάτους της τους απάτητους, τα πλεούμενα και τα πέλαγα.

Εκάθονταν εκεί κ' επαραμόνευαν νυχτόημερα τα πέλαγα. Και μόλις έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο ν' αρμενίζη κοντά τους, όλοι μέσα στην τράτα και απάνω του. Ποιος ημπορούσε να γλυτώση; Ποιος ετολμούσε ν' αντισταθή; Εκούρσευαν το πράγμα, έτρωγαν τους ανθρώπους, εβύθιζαν τα πλεούμενα. Λάμιες της θαλάσσης κακόγνωμες.

Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του! Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος.