Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Εις αυτάς τας αιτίας θ' αποδώσω τους αλλοκότους μορφασμούς, εις τους οποίους είδα πολλάς κυρίας να ξεσπούν. Η πλέον φρόνιμη εκάθητο εις μίαν γωνίαν, με την ράχιν προς το παράθυρον, και εβούλωνε ταυτιά της. Μία άλλη εκάθητο γονατισμένη προ αυτής, και έκρυπτε την κεφαλήν της εις τον κόλπον της πρώτης. Μία τρίτη εισέδυσε μεταξύ των δύο, και αγκάλιαζε τις μικρές της αδελφές χύνουσα πολλά δάκρυα.

Και ρωτούσα τον εαυτό μου: Γιατί; Γνώριζα πως δεν μπορούσα ποτέ να τη ρωτήσω γι' αυτό. Γιατί θα μου αγκάλιαζε το λαιμό με τα χέρια της και θα μου έλεγε: «Ω, δε μου έχεις κάμει ποτέ άλλο από καλόΝόμιζα πως άκουγα το φανατισμό της φωνής της, όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Ναι, ήξερα πως έτσι θαπαντούσε κ' ήξερα πως όλα όσα έλεγε τα αιστανότανε αληθινά. Η ιδέα όμως αυτή δε με ησύχαζε.

Η μαμά δεν ήθελε να πη κακό για το σκύλο, προσπαθούσε μόνο να τον πείση πως ο σκύλος δεν μπορεί ποτέ να είναι το ίδιο μ' έναν άνθρωπο. Του έλεγε όσα μπορούσε να του πη. Ο Σβεν την αγκάλιαζε και της έταζε πως δε θα ξαναφύγη και δε θα ξανακάμη τη μαμά να λυπηθή.

Εχαμογελούσε ο ουρανός απάνω όλος μαγικά, κι αγκάλιαζε, εκαθρέφτιζε μέσα ο γιαλός, πάνω στα αθογαλερά του και ασημένια χρώματα, τις πλούσιες ροδαριές της χαραβγής και τουρανού τα ερωτάρικα χρυσόγελα. Στεριές και περιγιάλια και βουνά και πέλαγα, η φύση όλη ερόδιζε κι ασπρολογούσε τόρα, γλυκοβαμένη μες τα ουράνια διάφωτα της κονταβγής, φωτολουσμένη μες τα μαγικά, ροδόχρυσα ηλιοβαρέματα.

Έπειτα καθότανε με τα μικρόν στην αγκαλιά κι ονειρευότανε τον καιρό που είταν ακόμα πολύ μικρός και τονέ βύζαινε. Κι όταν τέλος τον έβαζε στο κρεββάτι, δεν ήθελε ποτέ να κάμη την προσευχή του. Εύρισκε χίλια μέσα να μην αφίνη τη μαμά να φύγη. Όταν όμως τέλειωνε την προσευκή, αγκάλιαζε τη μαμά και της ψιθύριζε: — Είναι τόσο ωραία, σα με βάζης εσύ στο κρεββάτι. Γιατί εσύ δε με πιάνεις ποτέ τραχιά.

Σα να μου μετάγγισε άμεσα κάτι από το αίστημά της ή σα να συναπαντηθήκανε οι στοχασμοί μας στο περασμένο, όπου μας αγκάλιαζε και τους δυο τόνειρο της ευτυχίας, κυριεύτηκα και γω από μια διάθεση ολότελα διαφορετική από την προτητερινή κ' ενώ έβαλε απαλά το χέρι γύρω στα λαιμό της και τη χάδεψα στο μάγουλο, είπα: — Τι συλλογίζεσαι; — Συλλογίζουμαι το πρώτο μας καλοκαίρι.

Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού κάθονταν στην κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι' έδινε ορμήνειες στην υπηρέτρα της, πώς να ζεματήση τες τηγανίτες μην τύχη και το νερό πάη πλειότερο, ή το μέλι λιγώτερο, ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σα ζαρκάδι από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι' από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριας, και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο απ' ό τι θα τη χάιδεβε η αγουροθανατισμένη μάννα της, αν ζούσε, κι' ο πατέρας της, αν δεν έλειπε στην ξενιτειά, και πότε τσιμπούσε κανένα καρυδότριμμα ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλί τηγανίτα.

Κ' εκείνος τον πατέρα και την μητέρα πρώτ' από τους άλλους αγκάλιαζε και σαν να τους εγνώριζε από καιρό τους έσφιγγε στα στήθεια του και δεν ήθελε να βγη από την αγκαλιά τους. Έτσι γλήγορα η φύση γεννάει την εμπιστοσύνη. Παρολίγο να λησμονήση και τη Χλόη.

Κι ο Δάφνης εδοκίμαζε φανταστική χαρά, επειδή ενόμιζε πως ήταν ευχάριστο να κοιμηθή με τον πατέρα της Χλόης· κ' έτσι τον αγκάλιαζε και τόνε γλυκοφιλούσε συχνά, επειδή ονειρευόταν πως όλα αυτά τα κάνει της Χλόης. Κι άμα εξημέρωσε έκανε κρύο τρομερό και το φύσημα του βοριά τάκαψεν όλα.

Εξέφεβγε, εκατέβαινε κάτω στα διάφανα τα πέλαγα· έσμιγε, αγκάλιαζε μέσα βαθιά της θάλασσας τις άκρες, αφάνταστες και μυστικές στα γαλανά και μαγικά τους χρώματα. Δριμύς ο ήλιος καφτερός, περίχυνε αρμονικά τις τάπιες τις περίψηλες ολόγυρα, που εκρέμονταν ολόχοντρες βαρύτατες απάνω.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν