Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Βρε παιδί μου, του έλεγε συχνά· δεν πιάνεις και συ να διαβάσης λιγάκι· τι προκοπή θα κάμης με τα παιγνίδια σου;... — Ας το, μάννα, το διάβασμα να χαθή! της απαντούσε βαριεστισμένος. Βιβλία είνε τούτα ή ψυχοβγάλτες! Γράμματασκοντάμματα· δεν τόχεις ακουστά; Εκείνη στεκότανε συλλογισμένη και δίβουλη. Δεν ήξερε από τέτοια. Στο πατρικό της μόνον την κυβέρνια του σπιτιού έμαθε.

ΛΗΡ Στάσου, Να το σκουπίσω πρόσμενε. Μυρίζει ανθρωπίλαν. ΓΛΟΣΤ. Ελεεινή καταστροφή! Κι' ο μέγας τούτος κόσμος θα καταντήσητο μηδέν επίσης! — Με γνωρίζεις; ΛΗΡ. Τα ενθυμούμαι τα 'μάτια σου. Τι με αλλοιθωρίζεις; Ό,τι θέλεις κάμε, τυφλέ Έρωτα, δεν με πιάνεις! Δεν ερωτεύομαι εγώ! — Διάβασε αυτά εδώ. Κύτταξε πώς το έγραφα. Είναι πρόσκλησις εις μονομαχίαν.

Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερικές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ' αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλήτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορή να τις πιάση. Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσης.

Έπειτα καθότανε με τα μικρόν στην αγκαλιά κι ονειρευότανε τον καιρό που είταν ακόμα πολύ μικρός και τονέ βύζαινε. Κι όταν τέλος τον έβαζε στο κρεββάτι, δεν ήθελε ποτέ να κάμη την προσευχή του. Εύρισκε χίλια μέσα να μην αφίνη τη μαμά να φύγη. Όταν όμως τέλειωνε την προσευκή, αγκάλιαζε τη μαμά και της ψιθύριζε: — Είναι τόσο ωραία, σα με βάζης εσύ στο κρεββάτι. Γιατί εσύ δε με πιάνεις ποτέ τραχιά.

Βέβαια, όταν μ' αρέση να κυνηγάω στο δάσος, ξέρω να πιάνω με τα λαγωνικά μου τους γερανούς που πετάνε στα σύννεφα, και τους κύκνους τους άσπρους και τους σταχτερούς, και τ' αγριοπερίστερα. Με το τόξο μου τα γεράκια και τους γυπαετούςΓια καλά γέλασαν όλοι, κι' ο Βασιληάς ρώτησε: «Και τι πιάνεις, αδερφέ, όταν κυνηγάς στο ποτάμι. — Ό,τι βρίσκω. Τους λύκους των δασών και της μεγάλες αρκούδες.

Τους κοίταζε ο κυρ Μαυρουδής από την πεζούλα κ' έλεγε του νωνού. — Να ζευγάρι για προξενειά! Ένα λόγο από τη μάννα του, και με πιάνεις. — Μα δε βλέπεις, κυρ Μαυρουδή, τι μωρό που είνε ακόμ' αυτός; Κ' είτανε σταλήθεια μωρό ακόμα ο Παυλής, κι ας είτανε και δεκάξη.

Τα μαζώνεις, τα βάζεις το ένα με τάλλο, τα ταιριάζεις. Άξαφνα βγαίνει το νόημα. Βγαίνει κ' η αλήθεια. Την ξεσκίζουμε, για να μην τη διούμε. Μα σκύφτεις εσύ και την πιάνεις. Αν είταν τίποτις, πολύ πιο φρόνιμα θάκαμνε, πολύ πιο σωστά να μου το πη, για να το ξέρω. Σκέψου το, Λέλα. Δε θα θύμωνα· δε θάλεγα λόγο. Αχ! μόνο να την κλειδώσω, να βάλω και μάνταλο, για να μην της γράφη κανένας πια.

Και απ' αυτού προχωρείς και βγάζεις συμπεράσματα λογικά και σύμφωνα με την αρχή σου. Αλλ' ο φακός σου μεγαλώνει πάρα πολύ εκείνα που μ' επιμονή παρατηράς. Πιάνεις τα πλήθη και χάνεσαι αυτού μέσα, και όλα από κει γυρεύεις να τα βρεις.

Όσο δεν προσπαθείς, σαν πιάνεις την πέννα στο χέρι, να συλλογέσαι ρωμαίικα, γιατί αφτός είναι ο κόμπος, κι όχι να τα γράφης μονάχα, όσο δεν πασκίζεις να τα πης ρωμαίικα, φυσικά κι ο νους σου θα ξενίζη κ' η ψυχή σου, ώςπου να ξενίσης ή να ξυνίσης κι ο ίδιος. — «Αι! καλά! Τι με κόφτει; Ο κόσμος είναι μεγάλος.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν