United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

Α! να την! — Ω μελίτικη, γλυκειά μου παραμάνα, τι νέα; τον αντάμωσες; — Τον άνθρωπόν σου διώξε. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πέτρε, 'ς την θύραν πρόσμενε. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Γλυκεία μου παραμάνα, λέγε μου τώρα. — Ω Θεέ! σε βλέπω λυπημένην! Κακόν αν έχης να μου 'πής, καλόκαρδα ειπέ το, και αν καλόν θα μου ειπής, μ' αυτό το ξυνισμένο το πρόσωπόν σου μη χαλνάς τον εύμορφόν του ήχον.

Έκαμα και δυο τρεις γλωσσολόγους. Γλωσσολογικές κουβέντεςκουβέντες κι όχι φιλονικίεςείχαμε κάτω στα χώρα της Αξιάς, κάθε βράδυ στο τραπέζι, με τον καλήτερο απ' όλους τους Χωρεσιανούς. Γνωριστήκαμε στη Σύρα, στο ξενοδοχείο. Πήγαινα στην Πάρο, εκείνος στην Αξιά. Κοίταζε από το παράθυρο και πρόσμενε όλη μέρα να με φέρη το καΐκι, μην τύχη κ' έρθω και δεν πάω στο σπίτι του.

Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

Ήρθε δεν ήρθε ο Βάλεντας, και παρουσιάζεται μια μέρα ένας Βασιλικός αξιωματικός στον Προκόπιο με μερικούς στρατιώτες και τον προστάζει νανέβη στην Πόλη. Νοιώσαντας πως κακή ώρα τον πρόσμενε, καταφεύγει τότες ο Προκόπιος στ' ακόλουθο τερτίπι. Παίρνει άδεια και πηγαίνει ναποχαιρετήση τη φαμελιά του, ξεφεύγει πίσωθε, βρίσκεται σε λίγο στον Εύξεινο, και κείθε ίσια στο Βόσπορο.

Συγκινημένος κι ο Κωσταντίνος, που πρώτη φορά αφότου χριστιάνεψε αντάμωνε τόσους αρχηγούς της αγαπημένης του θρησκείας, προχωρούσε τρέμοντας και με μάτια χαμηλωμένα. Και σα ζύγωσε το θρόνο κοντοστάθηκε, σα να πρόσμενε από τους Πατέρες άδεια να καθίση. Του κάμνουν αμέσως γνέψιμο να καθίση, έπειτα κάθισαν κι οι Πατέρες, που καθώς είδαμε πρωτόθεσαν τότες της Ορθοδοξίας τα θεμέλια.

Στρατηγέ την άδεια να καταβώ'ς το ποτάμι. Να κάμης τι; — Διψώ. Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου, ή η έκφρασις του προσώπου μου; — Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε. — Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν. Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του.

Σα να του βαριοφάνηκε του Γρηγορίου η αλλαγή αυτή του Θεοδοσίου. Σα να μην το πρόσμενε τέτοιο φαρμάκι ύστερ' από τόσες και τόσες τιμές.

Εκεί με πρόσμενε μια αβγή, λίγο η στερνή του νάναι ... 355 Και τώρα αφού τον Έχτορα δε θέλω να βαρέσω, άβριο του Δία κάνοντας θυσία και των άλλων θεώνγιομίζοντας καλά τα πλοία αφού τα ρήξω στη θάλασσαθα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, να σκίζουν πρωΐ πρωΐ τα πλοία μου το ψαροθρόφο κύμα, 360 και μέσα νάφτες πρόθυμους με το κουπί στα χέρια.

Δε θα ξυπνούσε κείνη πια από την αναιστησία και μ' απελπισμένη καρδιά έπρεπε να γυρίσω μια μέρα στη νέα ζωή, που με πρόσμενε χωρίς εκείνη. Έτσι ζητούσα να μαντέψω τη σειρά των στοχασμών της, ενώ εκείνη βυθιζότανε ολοένα βαθήτερα στην εξουσία του θανάτου. Είτανε σα να είχα παραδώσει τον εαυτό μου και τη ζωή μου στο θάνατο και σα να λογαριαζόμαστε κ' οι δυο μαζί, αυτή και γω, με τον κόσμο.