Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.
Χώρισαν τ' άλλα διο... ο ζυγός τους έτριζε... τα γέμια 470 μπερδέφτηκαν σα στρώθηκε τ' αποξινό στις σκόνες. Σ' αφτό όμως βρήκε εφτύς γιατριά ο άξιος Αφτομέδος· δεν τάχασε, μον σέρνοντας οχ το παχύ μερί του την κάμα, τρέχει τα λουριά και κόβει του Πηδάσου, κι' έτσι τ' αλόγατα έσιαξαν και μπήκαν στα λουριά τους. 475 Ξανά τότε όρμησαν οι διο μ' αμάχη ψυχοφάγα.
Όλα γίνανε όπως τα πιθυμούσε και το στερνό κρεβάτι της στρώθηκε μέσα στην μικρή κάμαρα του Σβεν. Εκεί είτανε ξαπλωμένη με ταπαλά, μαύρα μαλλιά λυμένα απάνω στο λευκό φόρεμα και γύρω της είταν όλα τανοιξιάτικα άνθη. Πίσω της είτανε στημένη κοντά στο μικρό παράθυρο μια ολοπόρφυρη αζαλέα και στο κρεβάτι της χυμένη μια βροχή από κίτρινα ρόδα.
Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση... Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο: — Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά. Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού.
Το γεροντάκι τους γνώρισε χαμογελώντας, κι ανέβηκαν στο σπίτι και οι τρεις· στρώθηκε το τραπέζι στην πρασινοστολισμένη ταράτσα, ενώ η νύχτα άπλονε το μαλακό της πέπλο στην εξοχή, και σκορπούσε αγάλι' αγάλια ολοένα γλυκύτερο και βαθύτερο μυστήριο στο μεγάλο κάμπο.
Έτσι έσβυσε η ζωή του, κι' από τη χούφτα αφίνοντος να πέσει χάμου ο πόδας στρώθηκε εκεί τ' απίστομα στον Πάτροκλο από πάνου, 300 μακριά απ' την πλούσια Λάρισσα, και να γεροκομήσει γραφτό δεν τούταν τους γονιούς, μον τούκοψε τα νιάτα ο Αίας, γίγας μαχητής, με το πικρό κοντάρι.
Είπε, κι' εκείνον καταχνιά σκεπάζει μάβρης νύχτας, και στάχτη αρπάζει με τις διο τις χούφτες, και τη ρήχνει στην κεφαλή ασκημίζοντας την όψη την πανώρια· κι' η στάχτη γύρω κάθουνταν στ' αφρόφαντο του ρούχο. 25 Και στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες ξαπλωμένος, και σπούσε χάμου, ρήμαζε, την κόμη με τα χέρια.
Στη διαταγή της γριας η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα κινήθηκαν. Στρώθηκε το τραπέζι, κάθησαν όλοι γύρα-γύρα, βλόγησε ο παπάς, σταυροκοπήθησαν, άρχισαν να τρώνε, απόφαγαν, ξαναβλόγησε ο παπάς, ξανασταυροκοπήθηκαν, κι' έτσι σηκώθηκε το στρογγυλό τραπέζι από τη μέση και σκούπισε η Μαριανθούλα τα τρίμματα από καταγής, για να μη πατηθούν και γείνη αμαρτία.
Πώς του Διός ο κεραβνός χάμου ξαπλώνει λέφκα με ρίζες κι' όλα, και φριχτά βρωμάει το θιάφι γύρω, 415 κι' άξαφνα αν τύχει και τον δεις, σε κόβει κρύος ίδρος κοντά αν βρεθείς, τι του Διός δε χωρατέβει ο χτύπος· το ίδιο αμέσως στρώθηκε κι' εκείνος μες στις σκόνες.
Είμαι και γω δίχως ελπίδα· μα κοίταξε το βουνό, όχι όταν αστραποβολά και μουγγρίζει, διές το σαν πέρασαν αιώνες κ' ησύχασε πια. Έσβησε το καμίνι· λίγο λίγο στρώθηκε και πάγωσε το χώμα· η τρύπα η αναμμένη που βροντούσε, έκαμε πάτο βαθιά κάτω στη γις και δε σαλέβει. Σώπασαν όλα. Από τα σύννεφα απάνω πέφτουν πέφτουν οι βροχές κάθε μέρα. Ανεβαίνουν τα νερά και ξαπλώνουνται σιγά σιγά σα γαλήνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν