United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτός, όστις προ ολίγων στιγμών μόλις είχε την δύναμιν να βαδίζη, τώρα εξηγριώθη και έτριζε τα δόντια και έσφιγγε τους γρόνθους του εναντίον του Στρατή και της αδελφής του. Καλά το έλεγεν η Ζερβούδαινα ότι δεν ήτο δυνατόν παρά να μοιάζουν. Α τη μουστακάτη!

Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της απάντησε το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ μέσα, σ' αυτή τη ρεματιά. Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνειμα δε μπορούσε να λησμονήση.

Ήδη όμως έτριζε και εβόιζε υψηλά από επάνω των· κάποιο μεγάλο μετέωρον αντικείμενον εσκοτίνιαζε τον αέρα γύρω των. Δύο πυροβολισμοί εσημάδευον όταν η μαύρη του αετού μορφή επετούσε από την φωλεάν.

Εμπρός του, κάτω από την τράπεζαν, έβαλε τον σάκκον με το δέρμα· επειδή δε το ψωμί και το τυρί δεν του ήρεσαν, επατούσε από το κακόν του τον σάκκον, και το δέρμα έτριζε μέσα. — Τι έχεις μέσα εις τον σάκκον σου; ηρώτησεν ο γεωργός. — Έχω μίαν μάγισσαν, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος· και μου λέγει να μη τρώγωμεν ψωμί και τυρί, και ότι αυτή μας γεμίζει τον φούρνον με ψητόν και με ψάρι και με πήταν.

Χώρισαν τ' άλλα διο... ο ζυγός τους έτριζε... τα γέμια 470 μπερδέφτηκαν σα στρώθηκε τ' αποξινό στις σκόνες. Σ' αφτό όμως βρήκε εφτύς γιατριά ο άξιος Αφτομέδος· δεν τάχασε, μον σέρνοντας οχ το παχύ μερί του την κάμα, τρέχει τα λουριά και κόβει του Πηδάσου, κι' έτσι τ' αλόγατα έσιαξαν και μπήκαν στα λουριά τους. 475 Ξανά τότε όρμησαν οι διο μ' αμάχη ψυχοφάγα.

Στο πέρασμά της το ξώστεγο έτριζε και από τον τοίχο και το φθαρμένο ξύλο έπεφτε μια γκρίζα σκόνη σαν στάχτη. Ο Έφις την περίμενε να κατέβει.

Αγνάντια μου ένα εκκλησιδάκι κατάκορφα στον αντικρυνό βράχο, άσπριζε φανταστικά, κι ο μετάλλινος σταυρός του ψηλά, άσπριζε φανταστικώτερα στο φως του φεγγαριού. Κι ανάμεσα στ' άγριο εκείνο στένωμα των βράχων και των σπηλιών σιγαλιά θανάτου κι ανυπαρξίας, κι ύπνου βαθύτατου. Καμμιά πνοή, καμμιά ανάσα, καμμιά ζωή ολόγυρα, μονάχα ένας γρύλλος τρυπωμένος εκεί κοντά μου, έτριζε ακούραστα και μονότονα.

Βιασμένος λοιπόν από την πείναν, και ανυπόμονος διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς εποθούσεν, εκτυπούσε τους πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια του γυρίζοντας τους οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους φόβον. Τέλος πάντων βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, ευθύς ερρίχθη επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε.