Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


ΣΙΜ. Επί τέλους έρχεσαι και συ, Πολύστρατε, εδώ κάτω αφού έζησες σχεδόν εκατό χρόνια; ΠΟΛ. Ενεννήντα οκτώ, Σιμύλε. ΣΙΜ. Και πώς επέρασες τα τριάντα τα οποία έζησες κατόπιν από εμέ; Διότι θα ήσουν εβδομήντα περίπου ετών όταν εγώ απέθανα. ΠΟΛ. Λαμπρά, όσον παράδοξον και αν σου φαίνεται τούτο. ΣΙΜ. Βέβαια παράδοξον μου φαίνεται ένας γέρων ασθενής και άτεκνος προσέτι να μπορέση να ζήση ευχάριστα.

Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους.

Αλλά δεν εφαντάζετο ότι έμελλεν από ανακριτρίας να περιέλθη εις την θέσιν της εξεταζομένης. Αιφνιδίως λοιπόν λέγει προς την Αϊμάν·Ενθυμείσαι, κόρη μου, αν έζησες ποτε εις την Ρόδον; — Εις την Ρόδον; επανέλαβεν ενδοιάζουσα η Αϊμά. — Εις την νήσον Ρόδον, επέμεινεν η Σιξτίνα. Είνε ωραία νήσος. — Όχι, δε έζησα εκεί, είπεν η Αϊμά. — Για θυμήσου καλά, είπεν ισχυρογνωμόνως η Σιξτίνα.

Να νοιώθης πως νοιώθεις και να συλλογιέσαι πως συλλογιέσαι, αφτό είναι ζωή. Πόνεσε, βασανίσου, δεν πειράζει· τουλάχιστο ζης. Τι είναι η εφτυχία; Μια ενέργεια. Φτάνει κάτι να κάμνης, κάτι να νοιώθης, κάτι να συλλογιέσαι, και να ξέρης πως συλλογιέσαι και πως νοιώθεις· τότες έζησες, σώνει.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ ότι δεν είναι αληθές· θα σου δώσω μίαν επαρχίαν, και θα έχης λαμπράν προαγωγήν. Διά του ραπίσματος, το οποίον έλαβες, εξιλεώνεις την οργήν την οποίαν μου διήγειρες. Θα σου χαρίσω δε οιονδήποτε δώρον μου ζητήσης. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ενυμφεύθη, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μοχθηρέ, πολύ έζησες. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Α! τότε φεύγω. Τι σκοπόν έχεις, κυρία; εγώ δεν έπταισα εις τίποτε.

Στην ιδέα μου είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού κιάς λένε ό,τι θένε οι ζηλιάρηδες· είνε μια ολιά άπραγος, μα με τον καιρό θα πάρη πράξι και θα ζήση με τη γυναίκα του ευτυχισμένα, ως έζησες κιαπατός σου με το Ργινιό.

Απόθανε εκεί όπου έζησες, και ανάζησε υπό των φιλημάτων μου· αν τα χείλη μου είχον τοιαύτην δύναμιν, θα εφθείροντο εις την εργασίαν ταύτην. ΟΛΟΙ. Ω άξιον οίκτου θέαμα! ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αποθνήσκω, Αιγυπτία, αποθνήσκω· δος μου ολίγον οίνον και άφες με να ομιλήσω.

Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της απάντησε το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ μέσα, σ' αυτή τη ρεματιά. Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνειμα δε μπορούσε να λησμονήση.

Δεν είμαστε όλοι μας σαν παραμύθια, παραμύθια που περπατούνε — ή που κάθουνται: Γεννήθηκες, έζησες, πέθανες. Και τι βγαίνει; Κάθουμαι στη φωλιά μου και συλλογιούμαι. Τόσο μου φτάνει. Εδώ κρότο δεν ακούς, παρά τα δέντρα που ψιθυρίζουν. Και κοντά κοντά, μόλις μισή ώρα διάστημα, τρέχει, φωνάζει, βράζει το Παρίσι.

Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• «Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα, είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465 θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα, και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν