United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μοχόγλους όταν έφτασε, αντί να περάση, σταμάτησε το άλογό του μπροστά στο Σιφογιάννη και τούπε: — Πού πας, μωρέ; — Στσ' ορισμούς σου αγά. Πάω σταμπέλι μου να κάμω μια ολιά δουλειά. — Και σήμερο δεν έχετε σκόλη, εσείς οι Ρωμιοί; Ο Σιφογιάννης άρχισε να τρέμη. — Ναίσκε, αγά. — Οϊλέσα, μωρέ, είνε κρίμα να δουλεύγη τέτοια μέρα ένας Ρωμιός;

Καλά σου το λέει, ξενινιασμένε, είπε με θυμό η μάνα μου. Δεν πας όξω να βρης τσι σόγκαιρούς σου, μόνο κάθεσαι στο σπίτι με τσι γυναίκες, σα νάσαι κοπελιά; Δεν ντρέπεσαι μια ολιά! Όρμησα έξω, αλλά δεν πήγα μακριά· κιόταν σε λίγο έφευγε το Βαγγελιό, μείδε να κλαίω πίσ' από ένα δέντρο.

Στην ιδέα μου είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού κιάς λένε ό,τι θένε οι ζηλιάρηδες· είνε μια ολιά άπραγος, μα με τον καιρό θα πάρη πράξι και θα ζήση με τη γυναίκα του ευτυχισμένα, ως έζησες κιαπατός σου με το Ργινιό.

Στα χείλη μου ήρθε μια αυθάδεια. «Όπου θέλω θα πάωαλλά δεν τη ξεστόμισα. — Δεν ντρέπεσαι, μωρέ, μια ολιά; είπε η μητέρα μου. Μος έφταξες και δίχως καλά καλά να δης και να χαιρετήξης τη μάνα σου και την αδερφή σου, θες να σφίξης στη γειτονιά. Είντα θα πουν οι γιαθρώποι; Κοντζά μου άντρας εγίνηκες μωρέ, και δε μπορείς να ξεχάσης τα παιδίστικα.

Τέτοια κουζουλάδα, πρέπει, σε κρατεί και σένα, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, και θαρρείς πως δε σε φτάνει μια παρά ρίχτεις το νου σου σ' όποια δεις. Έχε, καλορρίζικε, μια ολιά 'πομονή να κτίσης το σπίτι σου και να πήξη ο μυαλός σου κύστερα σαν πάρης την Πηγή, θαρθής να μουπής και συ πως σε φτάνει και υπερυψούται. Ο Σαϊτονικολής εγέλα, αλλ' ο Μανώλης είχε γίνει πολύ σοβαρός.

Πρέπει να ξεθαρρέψη, γιατί 'νε μια ολιά φοβιτσάρης ακόμη κείνε 'ντροπή τέτοιος νιος να φοβάται. Μα δεν κάνει δα και μεγάλα πράμματα ο φουκαράς. Ο Στρατής πάλι θα τούκαμε κιαμμιά αναποδιά και τον αγρίγεψε. Μα σαν του πω εγώ ένα λόγο, ένα μόνο λόγο, σαν έρθη ο καιρός, θα γενή αρνάκι.

Μετ' ολίγον ήλθε μία γυναίκα εκ του συγγενολογίου, η οποία ανήγγειλεν ότι η χήρα η Ζερβούδαινα είχε παραφρονήση και καθ' όλην την ημέραν επανελάμβανε μίαν φράσιν: «Ντα δε σαρέσω 'γώ;» — Μπρε την κακομοίρα! είπεν ο Σαϊτονικολής. Μα τώχε κι' από πρώτα μια ολιά. Ο Μανώλης εταράχθη, το μεν εκ λύπης, διότι συνησθάνετο ότι είχε συντελέση εις την συμφοράν εκείνην, το δ' εκ φόβου.

Εγώ δε σκοτώνω χριστιανούς, είπεν ο Σμυρνιός σχεδόν με γλυκύτητα κίσα ίσα εσένα πούσαι γυιός του καλλίτερού μου φίλου. Μόνο θέλω να μου πης είντά 'χεις μ' εμένα. — Πράμμα δεν έχω, μόνο αγαπάς τη Ζερβουδοπούλα και δε με θέλει μένα, είπεν ο Μανώλης με παιδικόν πσράπονον. Ήμουνε και μια ολιά μεθυσμένος. Ο Γιαννάκος εγέλασε και τον αφήκε να σηκωθή. — Και ποιος σούπε πως την αγαπώ; — Αυτή το λέει.