United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εισελθών δε διηγήθη εις την γυναίκα του όλα όσα τω είχεν ειπεί ο Αστυάγης. «Τώρα, ηρώτησεν εκείνη, ποίος είναι ο στοχασμός σου; τι σκοπεύεις να πράξης;» Ο δε απεκρίθη· «Όχι εκείνο το οποίον με διέταξεν ο Αστυάγης· έστω και αν παραφρονήση ή εκμανή περισσότερον, εγώ δεν θα συμμερισθώ την γνώμην του ούτε θα τον υπηρετήσω εις τοιούτον φόνον.

Και άλλοι μεν εθαύμαζον το πράγμα, άλλοι δε εγέλων και μερικοί υπώπτευον μήπως εκ της υπερβολικής μιμήσεως έπαθε πραγματικώς εκείνο το οποίον υπεκρίνετο. Αλλά λέγεται ότι και ο ίδιος, όταν συνήλθε, τόσον μετενόησε δι' όσα έπραξεν, ώστε εκ της λύπης του ησθένησε διότι ενομίσθη ότι αληθώς είχε παραφρονήση.

Ορχούμενος τον Αίαντα, παράφρονα μετά την ήτταν, τόσον παρεξετράπη, ώστε αντί να φαίνεται ότι υπεκρίνετο την παραφροσύνην, ηδύνατο να νομισθή ότι είχε παραφρονήση ο ίδιος• ενός εκ των κρατούντων το μέτρον διά του σιδηρού υποδήματος κατέσχισε το ένδυμα, αρπάσας δε τον αυλόν ενός εκ των αυλητών, εκτύπησε δι' αυτού κατά κεφαλής τον Οδυσσέα, όστις εστέκετο πλησίον και υπερηφανεύετο διά την νίκην, και αν η περικεφαλαία δεν τον επροφύλλατεν, αλλ' εδέχετο ολόκληρον το κτύπημα η κεφαλή, θα εφονεύετο ο ταλαίπωρος Οδυσσεύς, διότι του έτυχε τοιούτος παράφρων ορχηστής.

Μετ' ολίγον ήλθε μία γυναίκα εκ του συγγενολογίου, η οποία ανήγγειλεν ότι η χήρα η Ζερβούδαινα είχε παραφρονήση και καθ' όλην την ημέραν επανελάμβανε μίαν φράσιν: «Ντα δε σαρέσω 'γώ;» — Μπρε την κακομοίρα! είπεν ο Σαϊτονικολής. Μα τώχε κι' από πρώτα μια ολιά. Ο Μανώλης εταράχθη, το μεν εκ λύπης, διότι συνησθάνετο ότι είχε συντελέση εις την συμφοράν εκείνην, το δ' εκ φόβου.

Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του. — Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα. — Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω. — Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου. Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον.