United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μη του συνορίζεσαι, γιατί 'νε αψόθυμος, μα κακός δεν είνε. Και στο ύστερο είντα σε γνοιάζει;.. Δε σε φτάνει ... που σαγαπώ εγώ; είπεν η Πηγή με φωνήν μόλις ακουσθείσαν. Τα μάτια του Μανώλη εξήστραψαν. — Κ' εγώ σ' αγαπώ, είπε, μα θωρείς πως δε μας αφίνουνε. — Και θα περνάς πάλι απού τη στράτα μας να σε θωρώ; — Ντα μπορώ να μην περνώ; είπεν ο Μανώλης και το πρόσωπόν του εκοκκίνιζεν, ως μύδρος.

Και πλησιάσασα της ωμίλησε στοργικώς και την εθώπευσεν, ενώ η Μαργή την απώθει με κινήσεις ωργισμένου παιδίου. — 'Ντά θέλω 'γώ το κακό σου, παιδί μου; Ένα λόγο σου 'πα. Δε θες; Δε θέλω κ' εγώ. Δεν εχάλασ' ο κόσμος. — Μα, για όνομα του Θεού, είνε για μένα τέτοιος άντρας; Τόσο παραρριμένη 'μαι 'γώ να πάρω αυτό τανεμπαίγνιδο του κόσμου; Από τούρκικη μπάλα να πάη καλλίτερα, γη και ουρανέ μου!

Με κύταξε κάμποσα δευτερόλεπτα και τα μάτια της θόλωσαν από νέα δάκρυα. — Εγώ, χρυσέ μου, δε θέλω να μαγαπάς;...Ντα μπορώ να ζήσω χωρίς;... Ω η κακομοίρα, φωτιά πούρριξα πάνω μου! Ταναφυλλητό της έπνιξε τη φωνή και με δυσκολία κατάφερε να μου πη τακόλουθα: — Όι να μ' αγαπάς, παιδί μου, ως μαγαπούσες πρώτα, σα δεύτερη μάνα σου, σα μεγάλη αδερφή. Μα να μην ταποδείχνης.

Ντα δεν εστάθηκε, μόνο πήε κ' εκλειδώθηκε στο σπίτι του, είπεν ο Μανώλης κατακόκκινος. — Πριχού να κλειδωθή, όντεν εφοβέριζε, έπρεπε να του σπάσης την κεφαλή. Δεν έδιαξες ως έπρεπε. Μα άιντε, σου το συμπαθώ για πρώτη φορά ... Μα θέλω να πω πως από τότε σα επήρε μούρη ο Τερερές κιάρχισε να μάςε φοβερίζη κιαποπάνω. Ο Μανώλης είχε σηκωθή και αρπάσας το σπαθοράβδι του ώρμησεν έξω.

Η Μαργή είχεν εξέλθη και απεδίωκε με ραβδισμούς όνον ο οποίος έτρωγε το κλήμα το σκιάζον τα πρόθυρα του σπητιού των. Ο δε Μανώλης, εμφανισθείς την στιγμήν εκείνην, εζήλευσε την ευτυχίαν του όνου να ξυλοκοπήται από τοιαύτα χέρια και ανεφώνησεν: — Αι, νάμουνε γάιδαρος! Η Μαργή εγέλασε. — Ντα δεν είσαι; του είπε. — Χαρώ το τό γέλιο σου! ανεφώνησεν ο Μανώλης.

Και συ σα γενής του καιρού του Γιάννη, θα γενής μεγάλος σαν αυτό. — Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ' ο Γιάννης το Βαγγελιό. Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήση. — Ντα δε σούπε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά; — Ναι, μα ο Γιάννης μούπε, πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τήνε πάρη. — Κεχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις, σα μεγαλώσης, άλλη και καλλίτερη.

Κατά την αλήθεια που λες να βρης και σωτηρία. Ντα δεν το θωρώ, μωρή, πως εσύ τώφερες στο θάνατο το παιδί μου; Εσύ μούρριξες στο σπίτι μου φωτιά και το μεγάλο κακό που μούκαμες ο Θεός να σου το δώση. Σαυτόν τον κόσμο το βρήκες· να το βρης και στον άλλον κόσμο. Ο Θεός να σου δώση όλο το μεγάλο κακό κιάδικο που μούκαμες. Τα μάτια της άρρωστης ήσαν γεμάτα δάκρυα.