United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα βλέπω πως είναι ώρα για σουπέ. Αφού κατεβάσουμε λίγο Chambertin και μερικούς ορτολάνους, θα πάρουμε το ζήτημα του κριτικού ως ερμηνευτή. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Ω! παραδέχεσαι λοιπόν ότι επιτρέπεται καμμιά φορά ο κριτικός να εξετάζη τα πράγματα όπως αληθινά είναι; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Δεν είμαι βέβαιος γι' αυτό. Μπορεί ίσως να το παραδεχθώ ύστερ' από το σουπέ. Το σουπέ έχει μια διαβολική επίδραση.

Και να τους γκρεμίσης απ' τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης. — Δεν τώκανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις.., — Αυτός τι σούπε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος. — Τι να μου πη; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγη, δίχως να καλονυχτίση. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μούπε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι.

Αυτή η χτικιαρά σου λέει να μακούς; Ψώματα! Αυτή σου βάνει όλες τσι φτιλιές για να με βγάλης απού την αγάπη και την απακοή μου; Κιάνε σούπε τέτοιο πράμμα, ψώμα τώπε, για να σε φέρη ευκολώτερα στα νερά τση. Έτσα σέκαμε και να πιστεύγης πως έχει αγγελική ψυχή κιαυτή 'χει δέκα δαιμόνους μέσα τση.

Ταρέσει δεν ταρέσει θα τήνε πάρη! είπεν ο Σαϊτονικολής εξαπτόμενος. Ποιος κάνει κουμάντα, αυτός γή εγώ; Κιαπόι ποιος σούπε πως δεν ταρέσει; ταρέσει και του καλαρέσει. — Και σαν ταρέσει, γιάιντα σαλιαρίζει και πειράζει των άλλων ανθρώπω τσι θυγατέρες; είπε και η Καλιώ εξαπτομένη επίσης. — Εγώ σου λέω πως θα πάρη εκείνη που θέλω εγώ και λίγα τα λόγια. — Κεγώ δε σου λέω να μην τήνε πάρη.

Εγώ δε σκοτώνω χριστιανούς, είπεν ο Σμυρνιός σχεδόν με γλυκύτητα κίσα ίσα εσένα πούσαι γυιός του καλλίτερού μου φίλου. Μόνο θέλω να μου πης είντά 'χεις μ' εμένα. — Πράμμα δεν έχω, μόνο αγαπάς τη Ζερβουδοπούλα και δε με θέλει μένα, είπεν ο Μανώλης με παιδικόν πσράπονον. Ήμουνε και μια ολιά μεθυσμένος. Ο Γιαννάκος εγέλασε και τον αφήκε να σηκωθή. — Και ποιος σούπε πως την αγαπώ; — Αυτή το λέει.

Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε. Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας; Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει ήξερε εσένα μια χαρά, παχιά μιλώντας λόγια 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα 840 στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια. Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου

Και συ σα γενής του καιρού του Γιάννη, θα γενής μεγάλος σαν αυτό. — Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ' ο Γιάννης το Βαγγελιό. Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήση. — Ντα δε σούπε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά; — Ναι, μα ο Γιάννης μούπε, πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τήνε πάρη. — Κεχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις, σα μεγαλώσης, άλλη και καλλίτερη.

Η απάντησή μου έφερε σαμηχανία τη μητέρα μου, που σαν όλες οι γυναίκες, πίστευε τα όνειρα. — Είδες το αληθινά αυτό το όνειρο; — Τώδα, σου λέω. — Μα σούπε κ' η Παναγία πως άνε πηαίνης στση Βαγγελιάς δεν είνε φόβος να πάρης το χτικιό; Είπε σου το αυτό; — Δε μου τώπε. — Μα σου το λέω 'γώ κιαυτό φοβούμαι. Μαγάρι να γιάνη η κακομοίρα η Βαγγελιά. Ο Θεός το κατέει άνεν το θέλω.

Έχεις δίκιο, παιδί μου, μα έχουνε κιαυτοί, είπε με πραότητα. Εσύ μπαίνεις στο σπίτι τως σε καλό και σε τιμή· μα ο κόσμος είνε κακός και βγάνει λόγια. Κιάνε τύχη και χαλάση η λογόστεση αυτή, η κοπελλιά χάνεται. Γιαυτό και ο Θωμάς σούπε να μην μπαίνης στο σπίτι του όντεν είνε η Πηγή μοναχή.

Σαν έδωκε, ο θεός και γυρίσαμε μπρος-πίσω. ΦΛΕΡΗΣΒγάζοντας το κλειδί. Ησυχία δεν έχεις! Να. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑυτό γυρεύω κ' εγώ. Την ησυχία. Να ησυχάσω. Καιρός είναι να ησυχάσωμε. Ποιος σούπε να μη παντρευτής, γέροντά μου. Τώρα θάχες τη γρηούλα σου να σου λέη παραμύθια το βράδυ .. . Ποιος σου φταίει; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΓιατί δεν παντρεύτηκα, είπες εξοχώτατε. Ένας λόγος είναι κ' η παντρειά.