Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ταμάξια παρατρέχανε το ένα το άλλο, ποιο να φθάση γληγορώτερα σε κάποιο φανταστικό πανηγύρι, οι καβαλλάρηδες σχίζανε περήφανοι, με το ρυθμικό τους πέρασμα, το πλήθος και πού και πού καμμιά διαβολική μηχανή, με βαθειά βογγητά ξεπερνούσε με βάναυση ορμή πεζούς και καβαλλάρηδες, σαν ακέφαλο θηρίο, που καμάρωνε την ασχημιά του.

Μα βλέπω πως είναι ώρα για σουπέ. Αφού κατεβάσουμε λίγο Chambertin και μερικούς ορτολάνους, θα πάρουμε το ζήτημα του κριτικού ως ερμηνευτή. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Ω! παραδέχεσαι λοιπόν ότι επιτρέπεται καμμιά φορά ο κριτικός να εξετάζη τα πράγματα όπως αληθινά είναι; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Δεν είμαι βέβαιος γι' αυτό. Μπορεί ίσως να το παραδεχθώ ύστερ' από το σουπέ. Το σουπέ έχει μια διαβολική επίδραση.

Και το κύμα το μανισμένο και το αέρι το τρελλό επίστεψα πως εξανάλεγε με διαβολική χαρά και ειρωνεία: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή. Έμεινε όπως ευρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. Και άξαφνα, εσκορπίσαμε τρελλοί, εσκαλώσαμε στα κατάρτια και μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε τον προδότη και να του φωνάζουμε: — Της μάνας σου το κέρατο!... Της μάνας σου το κέρατο!...

Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης μας; Χαλασμός κόσμου έξω. Εμούγκριζε κάτω δαιμονισμένη η θάλασα. Εκύλαε με διαβολική βουή βουνά θεώρατα τα κύματά της, κ' επάλεβε με τις Τίκλας τα σιδερένια καταγιάλια. Τα θυμωμένα κύματα, όπως πάντα σε τέτιες θαλασοταραχές, εμούγκριζαν κ' εξεθύμαιναν τον οργισμένον τον αφρό τους κάτω στου σπιτιού τα θεμέλια.

Εκεί που βράχος μελανός Κατέβαινε ως κάτου, Ένα σκαλίδι κύταξα Παρέκει· κατεβαίνω Σε μονοπάτι. Τρίβολα, Πέτραις, κρημνούς διαβαίνω. Γλυστράω, πέφτω και βαρώτους βράχους, 'στά πλευρά του. Κατέβαινα και μ' έλιπεν Ένας ολίγος δρόμος, Κ' εκεί ακούω μια φωνή Διαβολική να σκούζη, 'Σα μέγ' αγριογούρουνοτους λόγκους του να γρούζη. Κρυά τρεμούλα μ' έπιασε Μια φρίκη, ένας τρόμος.

Μίαν χρονιάν, πριν έλθωσιν ακόμη αι μεγάλαι εορταί του χειμώνος, οι δύο ειρημένοι πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας κι' ο Πέτρος ο Γύφταρος, διαβολική συνεργεία είχαν μαλλώσει μεταξύ των.

Γύρισε και κύτταξε το μαύρο του ράσο, τα μακρυά του γένεια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ' έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια.

Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν