Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Ένα, μα πολύ σπουδαίο· η θρησκεία. Όλος ο νους κι' όλ' η καρδιά του Ρωμαίικου ρίχτηκε μέσα στην αγκαλιά της και βύζανε ταθάνατο γάλα της. Για δαύτα πρέπει με μάτια ορθάνοιχτα να τον ακολουθάμε το θρησκευτικό μας δρόμο τους χρόνους αυτούς.
Και όταν η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, πιστεύοντας πως αποκοιμήθηκε και σήκωσε ελαφρά τη άκρη από το χράμι, τον είδε να έχει ορθάνοιχτα τα μάτια, το πρόσωπο του να είναι κόκκινο και τα χείλη του να τρέμουν. « Έφις, τι έχεις;» Της έκανε νόημα με τα βλέφαρα να πλησιάσει περισσότερο και της ψιθύρισε με αδύνατη φωνή: «Ντόνα Έστερ μου, παρακαλώ, φωνάξτε, εάν θέλετε, τον παπα- Πασκάλε.»
Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.
Τις μέθησε ο μπάτης κι ο ήλιος· άφησαν ορθάνοιχτα τα παράθυρά τους, έβαλαν τα πιο ψιλά και διάφανά τους σαλβάρια, κ' έπιασε καθεμιά τους απ' ένα σελτέ. Τι ανάγκη την έχουνε! Ζουν κι ανθοβολούν απαράλλαχτα σαν τα λουλούδια που σεριανίζαμε στην αυλή. Το τέφι στον τοίχο, χάμω στην κώχη η χρυσοπλούμιστη η ταρμπούκα, ξέννοιαστη και βουβή.
Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.
Έπειτα ακούστηκαν βήματα, φωνές. Η αυλή γέμισε κόσμο. Η Νοέμι είδε πλάι της το αγόρι με το πρόσωπό του χλωμό και ορθάνοιχτα τα μεγάλα του μάτια. Έσφιγγε στο στήθος το ακορντεόν σαν να ήθελε να προφυλαχτεί από κάποια επίθεση και του είπε στο αυτί: «Τρέξε. Πήγαινε να φωνάξεις τον Έφις». Κεφάλαιο δέκατο Η ντόνα Ρούθ έφυγε και σκιές και σιωπή τύλιξαν πάλι το σπίτι.
Με σκυμμένο το κεφάλι, με τα μάτια κλειστά, χλωμός, ανοιγόκλεινε τις γροθιές τρομαγμένος και δεν κατάφερνε να απαντήσει. «Κι εσείς πιστεύατε ότι εγώ το ήξερα; Πώς και γιατί;», διερωτόταν. «Ναι», είπε η Νοέμι σκληρά. «Πιστεύαμε ότι το ήξερες, και όχι μόνο, αλλά ακόμη ότι εγγυήθηκες γι’ αυτόν στη φίλη σου Καλίνα….» «Φίλη μου;», φώναξε με ορθάνοιχτα τα μάτια από τον φόβο. Και θόλωσε το μυαλό του.
Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι.
Εγώ καλά τον πόλεμο, καλά τους φόνους ξέρω· ξέρω δεξά, ξέρω ζερβά να στρίβω τ' αργασμένο τομάρι που γερόπετσο το κουβαλάω στις μάχες· μες στων γοργών ξέρω αμαξών να χύνουμαι τ' ανάστα, 240 ξέρω πεζός και το χορό να πιάνω τ' άγριου τ' Άρη. Να τι είμαι, και δε θέλω εγώ κλεφτά να σε φυλάξω και να σε φάω· ορθάνοιχτα θα ρήξω, αν σε πετύχω.»
Έτσι όλα μολογήστε τα καθώς τα παραγγέλνω, ορθάνοιχτα, που πια κανείς το φέρσιμό του Αργίτης 370 να μη σηκώνει, αν κι' άλλους σας σκοπό 'χει να γελάσει, σαν που ψυχή δε ντρέπεται ... μα εμένα όσο κι' αν είναι ξαδιάντροπος, θα δείλιαζε και να με δει στα μάτια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν