United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι λοιπόν; Κατά την εκτίμησίν Του δεν ήσαν καλλίτεροι από τους εθνικούς και τους λεπρούς; Τούτο ήτο το μη περαιτέρω, το οποίον δεν ημπορούσαν να υποφέρουν εκ μέρους ενός συμπολίτου των, τον οποίον ήθελον να βάλουν εις την ιδίαν τάξιν με τον εαυτόν τους· και εις τας λέξεις ταύτας η συνεχομένη μανία των εξερράγη.

Τότε όμως ήτο εις την εξουσίαν του να μη ασθενήση, αφού όμως παρημέλησε, δεν ήτο πλέον εις την εξουσίαν του. Καθώς, αφού ρίψωμεν λίθον, δεν μας είναι δυνατόν να τον πάρωμεν πίσω. Ήτο όμως εις την εξουσίαν μας να τον ρίψωμεν. Δηλαδή η αρχή ήτο εντός μας. Το ίδιον δε συμβαίνει και με τον άδικον και τον ακόλαστον, διότι ημπορούσαν εξ αρχής να μη γίνουν τοιούτοι, επομένως εκουσίως είναι τοιούτοι.

Και λέγοντας σουτ! έβαζε κάτι γέλοια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά, κυματιστά γέλοια που και νεκρόν ημπορούσαν ν' αναστήσουν. Αλλά σε λίγω το γκουχ! γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη και η Λενιώ έσβυνε πίσω στο κάσαρο. Έκλειεν ευθύς η πύλη της Παράδεισος κ' έμεναν απέξω ταλαιπωρημένοι, άθλιοι, ταπεινοί και περίλυποι οι εξώριστοι δαίμονες. Εδώ ανέτελε κ' εκεί εφώτιζεν η ημέρα.

Θάχουν πολλές δουλειές· είπε η Ελπίδα στο βρόντο. — Α, ναι· έχεις δίκιο· έχεις μεγάλο δίκιο! Θα έχουν δουλειές· αλλοιώς δεν ημπορούσαν να μας λησμονήσουν. Και αμέσως ησύχασε. Έκραξε ψι...,ψι...ψι...τη γάτα πούβγαινε κείνη την ώρα από το γραφείο του, την πήρε στα χέρια κι άρχισε να την φιλή τρυφερά, να την χαϊδεύη και να τρίβη το κεφάλι της στο πρόσωπό του.

Εγώ ευρισκόμουν πολλά αντραλωμένος από τα περιγελάσματά τους, και αυτές βλέποντάς με έτσι, δεν ημπορούσαν να σταθούν από τα γέλοια, και αφού μου έκαμαν και άλλα πολλά περιγελάσματα, ακούω εκείνην που ωνόμασαν Καλεκάρην, να λέγη προς μίαν άλλην, εις εσένα στέκεται, ω βασιλοπούλα, εις το να προστάξης το τι μέλλει να γίνη εις τούτον, θέλεις να τον απαρατήσης χωρίς βοήθειαν, ή θέλεις να τον συντρέξης; Κάνει χρεία να τον ελευθερώσω από τον κίνδυνον που ευρίσκεται, απεκρίθη η βασιλοπούλα, και περιπλέον θέλω, διά να ενθυμάται πολύν καιρόν ετούτο το συναπάντημα, να τον κάμωμεν πλέον ευχαριστημένον.

Ας δώση τόποντην οργήν η λύπη· την καρδιά μας να μη την πνίξ' η λύπη μας, να την ανάψη! ΜΑΚΔΩΦ Τώρα 'σάν γυναικός τα 'μάτια μου να κλαίουν ημπορούσαν, κ' η γλώσσα μου να φλυαρή. Αλλ' όχι! — Ω Θεέ μου μη συγχωρής αναβολήν! στήθος με στήθος φέρε εμένα και τον δαίμονα εκείνον της Σκωτίας! Να με χωρίζη απ' αυτόν, το μάκρος του σπαθιού μου, κι' όσον γλυτώση απ' εμέ, τόσο καλό να εύρη!

Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι.

Πώς σενέβαινεν, ως βοσκόπουλον να είνε ξεφτέρι, και εις το σχολείον ν' αποσβολωθή έτσι, ώστε να μη διαφέρη από το σκαμνί εις το οποίον εκάθητο; Ημπορούσαν τάλλα παιδιά να σφυρίξουν σαν αυτόν και να ρίξουν την πέτρα μακρύτερα «αποβοσκιστή»; Ήξερε κανείς σαν αυτόν τα σημάδια των γιδοπροβάτων; Αυτός και τώρα, αν τον άφιναν, ήτο ικανός ναρμέξη και να τυροκομήση ακόμη.

Η αλήθεια όμως ήταν πως πολλοί από αυτούς όχι κλήμα αλλά νησί ολάκερο ημπορούσαν ν' αποχτήσουν με τα χρήματά τους. Και όμως όλα τα έρριχναν στη θάλασσα. Άμιλλα είχαν ποιος να χτίση μεγαλείτερο καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Κι' εγώ που άκουα συχνά τα λόγια τους κ' έβλεπα τόσο αντίθετα και ασύμφωνα τα έργα τους δεν ημπορούσα να λύσω το μυστήριο.

Το Μεσολόγγι έπεσε, και όλη κινδυνεύει Να πέση τώρα η Ελλάς· με την απελπισιά της Άγρια και με το φόβο της 'μερόνυχτα παλεύει. Το Μεσολόγγι το πατεί, το παίρνει ο Τούρκος τώρα· Ελάτε να του κλάψωμε την υστερνή του ώρα! Οι γέροντες, που με τους νηούς να παν' δεν ημπορούσαν, 'Σ το Μεσολόγγι απόμειναν.