United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφήστε μ', είπα! — Εμπρός, κ' εγώ θ' ακολουθήσω. ΟΡΑΤΙΟΣαπελπισία τον ρίχνει τώρα η φαντασία. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ας του πάμε κατόπι, και δεν είναι πρέποναυτό να του υπακούμε. ΟΡΑΤΙΟΣ Εμπρός, ας πάμε. — Τούτο πού θα τελειώση; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Κάτι σαπημένον έχει το κράτος της Δανίας. ΟΡΑΤΙΟΣ Ίσια θα τα φέρη ο Θεός. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Αλλ' εμείς κατόπι του να πάμε.

Απ’ την ημέρα πούχαν πάει στα λουλούδια δεν είχε σηκώσει τα μάτια της απάνω του απ’ το φόβο μήπως απαντήση τα φριχτά μάτια της Βεργινίας που ξεφώνιζαν, άλαλα, από καημό κι απελπισία. . περισσότερο όμως ακόμα φοβότανε μήπως αντικρύση τα δικά του μάτια!

Από έν δελόφρακτον κατέναντι παράθυρον όπισθεν του δεξιού χορού, εφαίνετο το πέλαγος μαύρον και απειλητικόν, ο δε παπα-Λάμπρος στρέφων συχνά-συχνά εκεί τα όμματα, εκύτταζε με τα γυιλιά του τα μεγάλα και σείων την κεφαλήν του εν απελπισία εξηκολούθει την Παράκλησιν. «Των παθών μου τον τάραχον η τον Κυβερνήτην τεκούσα Κύριον και τον κλύδωνα κατεύνασον . . . . .» — Παναΐτσα μου Λημνιά μου!

Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις.

Δεν είμαι σε θέση να παντρευτώ: είμαι ένας κουρελής, έχω άλλες υποχρεώσεις εγώ και το ξέρεις. Κοίταξε λοιπόν, μπορώ να μιλήσω μπροστά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ξέρει τα πάντα για μένα, όπως εσύ, και με συμπονά. Εγώ πρέπει να πληρώσω το χρέος από τις θείες μου. Γι’ αυτό ήθελα να πεθάνω, επειδή η απελπισία ξεχείλισε την καρδιά μου.

Φαντάζεσθε την απελπισία του δυστυχισμένου βοσκού! Είναι θανάσιμος η θλίψις του· του είναι αδύνατο να τη φαντασθή στην αγκαλιά ενός άλλου. Ο απελπισμένος έρως του τον κάνει να βρη τρόπο να πάη στο σπίτι της βοσκοπούλας, για να πεισθή αν τον αγαπά και για να του πη τι απόφασι πρέπει να πάρη.

Εις τους πιστεύοντας εις την αλήθειαν του τοιούτου κηρύγματος ουδέν άλλο απομένει παρά να κατακλιθώσιν επί της αξένου άμμου, παραιτούμενοι των μόχθων ασκόπου ήδη πορείας και αναμένοντες τον θάνατον εν τη ακινητούση απελπισία.

Όλη μου την ευτυχία εσύ μου την επήρεςΣήκωσε η Λιόλια περίτρομη το κεφάλι της κ' είδε το μαύρο σταυρό αμίλητο που την κύτταζε μ' άγρια απελπισία με τα γράμματα του σα μια σειρά άσπρα μάτια. . έρριξε τα μάτια της στα κεριά: το κεράκι του παιδιού είχε λυώσει ως κάτω κ’ η φλόγα του έβγαινε ακόμα μέσ' από το χώμα σα να την ρουφούσε αυτό. . έκαιγε και το κεράκι του Νίκου με μια φλόγα πλατειά, πεσμένη ανάποδα με το κεφάλι κάτω, πούγλυφε, ίδια μια γλώσσα πύρινη μέσ' απ’ τα μαύρα χνώτα της καπνιάς, το κερί και τανάλυνε σε κίτρινους θρόμπους και το λύγιζε κουλούρα. . μα το δικό της το κερί ήτον άγγιχτο, σβηστό, όπως τόχε ανάψει. . . Πετάχτηκε ορθή! -Δεν τόθελε το κερί της η νεκρή!

Δεν είναι το ίδιο, όπως και η ασθένεια; Η φύσις δεν ευρίσκει καμμίαν διέξοδον εκ του λαβυρίνθου των περιπλόκων και αντιθέτων δυνάμεων, και ο άνθρωπος πρέπει ν' αποθάνη. Αλλοίμονον εις εκείνον που θα ηδύνατο να είναι θεατής και να ειπή: η ανόητη! αν επερίμενεν, αν άφινε τον καιρόν να επενεργήση, η απελπισία του θα επραΰνετο, θα ευρίσκετο άλλος κανένας να την παρηγορήση.

Τώρα τα δάκρυά της έρρευσαν χωρίς κανείς να τα σπογγίση, και οι στεναγμοί της εξήχησαν χωρίς να ακουσθώσι, μόνη δε η απελπισία ήλθε και εκάθισε σύντροφος αυτής παρά το πλευρόν της.