Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ο φρόνιμος Τοχρούλμπεης εθλίβη πολλά διά την αναχώρησιν των πρέσβεων χωρίς να ημπορέση να τους ευχαριστήση εις το ζήτημά τους, διά τον όρκον που είχε κάμει εμβαίνοντας εις φόβον να μην του ήθελαν σηκώσει πόλεμον οι αυθεντάδες τους που δεν τους υπήκουσε, εστοχάσθη να διορθώση το πράγμα με τον ακόλουθον τρόπον.
Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό.» «Μόνο αυτό έχετε να μου πείτε;» «Μόνο αυτό έχω να σου πω.» Σώπασαν. Εκείνη έραβε, εκείνος είχε σηκώσει τα γόνατα και τα έσφιγγε με τα χέρια. Του φαινόταν ότι ονειρεύεται, δεν καταλάβαινε. Τελικά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω.
Μπήκα κ' εγώ στο βαπόρι κι' άφησα δέκα φάσκελα πίσω μου. Πατρίδα μου λες! Είνε να ζήση άνθρωπος εκεί κάτω; Εγώ γεννήθηκα σε ξέσκεπο καλύβι. Συνήθισα να λέω την αλήθεια. Δε με σηκώνει αυτός ο αέρας... «Επληθύνθησαν αι ανομίαι», παιδί μου. Είχε σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές. Οι ανθρώποι σταματούσαν και κύτταζαν στο χαμηλό παράθυρο. Έλα, φτάνει πια, Νικολάκη.
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια. Νόμισε πως τα αναγνώρισε: ήταν τα γρήγορα και ελαφριά βήματα ενός παιδιού, βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα, και τα θλιβερά. Ας γίνει το θέλημα του Θεού: εκείνος στέλνει τα καλά και τα κακά μαντάτα.
Κ' εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκέφαλόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκέφαλόν να το ίδη. Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κ' έκαμε τρία βήματα διά να πλησιάση εις την κλίνην.
Μα αφτός εδώ να πάντα του πρωτιά γυρέβει απ' όλους. σ' όλους μας θέλει κεφαλή, να γίνεται κι' αφέντης, σ' όλους να δίνει προσταγές, και πιος θαν τα σηκώσει; Κι' αν οι αθάνατοι θεοί τον κάνανε αντριωμένο, 290 για αφτό του πρέπει προσβολές να χύνει κι' απ' τη γλώσσα;»
Το κοντόβραδο γυρίζω για να δειπνήσω· ήσαν ακόμη ολίγοι μόνον εις το ξενοδοχείον, που έπαιζαν κύβο σε μια γωνιά και είχαν σηκώσει το τραπεζομάνδηλον.
Και ξεφωνίζει, κάτου ορμάει, και τρέχει να σηκώσει την κοσμοξάκουστη φρουρά μπροστά στο τειχοπόρτι 530 «Βαστάτε το πορτί ανοιχτό ως που ο πανικωμένος λαός να φτάσει ως στο καστρί, τι τήρα! ο Αχιλέας να! εκεί τους κυνηγά . . . Ω φωτιά που θα μας κάψει τώρα!
Ο άρρωστος σήκωσε το δείχτη νεύοντας όχι. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, αφήστε με να πεθάνω σαν υπηρέτης.» «Μπροστά στο Θεό δεν υπάρχουν ούτε υπηρέτες ούτε αφεντικά», είπε η ντόνα Έστερ και ο ντον Πρέντου έσκυψε και έκανε να τον σηκώσει στην αγκαλιά του. «Πάψε, χαζέ. Πάψε!»
Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, να! κοντά του προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει «Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας, 510 αν άλλος — που μπορεί — θεός σηκώσει και τους Τρώες.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν