United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος είμαι εγώ σε σύγκριση μαζί τους; Αλλά και οι γυναίκες; Οι ρωσίδες πριγκίπισσες, οι αμερικάνες, ποιους παντρεύονται; Δεν ερωτεύονται φτωχούς καλλιτέχνες και ακόμη τους αμαξάδες ή τους υπηρέτες τους; Εσύ όμως τι μπορεί να ξέρεις από αυτά

Ο Σαίξπηρ μπορεί ν' αντίκρυσε στους λευκούς δρόμους του Λονδίνου τον Rosencrantz και τον Guilderstern ή να είδε τους υπηρέτες των αντίμαχων σπιτιών να δαγκώνουν τα μεγάλα δάκτυλά τους με άχτι ο ένας του αλλουνού στη μέση στην πλατεία· όμως ο Άμλετ εβγήκε μέσ' από την ψυχή του κι ο Ρωμαίος μέσ' από το πάθος του.

Εμείς είμαστε τα καλάμια και η μοίρα είναι ο άνεμος. Γιατί όμως μια τέτοια μοίρα; Και ο άνεμος γιατί; Ο Θεός μόνο ξέρει. Γεννηθήτω, τότε, το θέλημά ΤουΕξάλλου, όπως λέει και μια από τις κυράδες του, «Μπροστά στο Θεό δεν υπάρχουν ούτε υπηρέτες ούτε αφεντικά» γιατί «…μέσα μας βρίσκεται η γιατρειά. Καρδιά πρέπει να έχουμε, τιποτ’ άλλο…»

Οι υπηρέτες τρέχουνε στο δωμάτιο όπου με αυστηρή επίβλεψι φυλάνε τους αγαπητικούς. Τραβάνε τον Τριστάνο από τα σκοινιά. Καλέ Θεέ! τι χυδαιότης να τόνε δέσουν έτσι. Κλαίει για την προσβολή, μα τι ωφελούν τα δάκρυα; Αισχρά τον πέρνουν και τον πάνε. Και η Βασίλισσα, σχεδόν τρελλή από αγωνία, φωνάζει: «Αν μπορούσα να σκοτωθώ, φίλε, για να σωθής, τι μεγάλη χαρά

Ο Αγαθούλης έμεινε ακόμα λίγον καιρό στο Σουρινάμ και περίμενε όσο νάβρη κανέναν άλλον πλοίαρχο να τον πάη στην Ιταλία, αυτόν και τα δυο πρόβατα, που του είχαν απομείνει. Πήρε υπηρέτες κι' αγόρασε ό,τι του χρησίμευε για ένα τόσο μακρύ ταξείδι. Τέλος ο κύριος Βάντερντέντουρ, αφέντης ενός μεγάλου καραβιού, παρουσιάζεται σ' αυτόν.

Καλώς ήρθες, Κύριε· τούτο το σπήλαιο είν' η Αυλή μου· εδώ έχω λίγους υπηρέτες, και εις το νησί δεν έχω υπηκόους. Σε παρακαλώ να κυττάξης εκεί μέσα. Αφού μου ξανάδωσες τη δουκαρχία μου, εγώ σ' ανταμείβω με πράμμα ώμορφο άλλο τόσο· βγάνω όξω τουλάχιστο ένα θαύμα, να σ' ευχαριστήσω, όσο μ' ευχαριστάει ο θρόνος μου.

Οι παλιοί υπηρέτες του σπιτιού είχαν την υποψία, πως ήτανε γυιός της αδελφής του κυρίου βαρώνου κ' ενός τιμίου ευπατρίδη από τα περίχωρα, που η δεσποινίς αυτή δε δέχτηκε ποτές να τον παντρευτή, γιατί, δε μπορούσε να δείξει περισσότερες από εβδομήντα μια γεννιές, ενώ το υπόλοιπο του γεννεαλογικού του δένδρου χανότανε μέσα στο αίσχος του χρόνου.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του: — Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης. Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.

Μετά απ' αυτή τη μακρυά συνομιλία, ο αγαθός γέρος διάταξε να ζέψουνε μια καρότσα μ' έξη πρόβατα κ' έδωσε δώδεκα υπηρέτες του στους δυο ταξιδιώτες, για να τους οδηγήσουνε στο Παλάτι. — Συχωρέστε με, τους είπε, αν η ηλικία μου με στερεί την τιμή να σας συνοδέψω. Ο βασιλιάς θα σας δεχθή με τρόπο, που δε θα μείνετε δυσαρεστημένοι και θα παραβλέψετε τα έθιμα του τόπου, αν μερικά δε σας αρέσουν.

Ο Θεός θα με βοηθήση ίσως να δώσω κάποια συμβουλή που θα βγη σε καλό και των δυο σας. Για την ώρα, μου επέτρεψε τουλάχιστον να σας κάνω αυτήν τη μικρή υπηρεσία: Φίλοι, είπε στους υπηρέτες, δεν μπορώ να βλέπω αυτά τα σκοινιά, — κι' ο Ντινάς, έκοψε τα σκοινιά με το σπαθί του. Αν δοκιμάση να φύγη, μήπως δεν έχετε τα σπαθιά σαςΦιλάει τον Τριστάνο στα χείλη, ξανακαβαλλικεύει και φεύγει.