United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τα σκυλιά, που φυλάνε τα πρόβατα και τα γίδια από πίσω ακολουθώντας, καθώς έψαχναν με τη μύτη, όπως συνηθίζουν τα σκυλιά, μόλις ανακάλυψαν το Δόρκωνα που σάλευε για να επιτεθή του κοριτσιού, αφού εγαύγισαν άγρια, εχύμιξαν απάνω σε λύκο και σαν τον ετριγύρισαν, προτού να σηκωθή καθόλου από τη σαστισμάρα του, δάγκωναν το τομάρι.

Οι υπηρέτες τρέχουνε στο δωμάτιο όπου με αυστηρή επίβλεψι φυλάνε τους αγαπητικούς. Τραβάνε τον Τριστάνο από τα σκοινιά. Καλέ Θεέ! τι χυδαιότης να τόνε δέσουν έτσι. Κλαίει για την προσβολή, μα τι ωφελούν τα δάκρυα; Αισχρά τον πέρνουν και τον πάνε. Και η Βασίλισσα, σχεδόν τρελλή από αγωνία, φωνάζει: «Αν μπορούσα να σκοτωθώ, φίλε, για να σωθής, τι μεγάλη χαρά

Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πόρτα, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα 750 του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους. Και βρίσκουν χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο.

Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.

Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πύλη, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν 395 το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους.

Και σαν σκλάβες εκείνες έπρεπε να δουλεύουν, να ζυμώνουν, να υφαίνουν, να ράβουν, να μαγειρεύουν, να μάθουν να φυλάνε το έχει τους και πάνω απ’ όλα δεν έπρεπε να σηκώνουν τα μάτια τους στους άντρες, ούτε να επιτρέπουν στον εαυτό τους να σκεφτεί κάποιον που δε θα προοριζόταν να γίνει άντρας τους. Τα χρόνια όμως περνούσαν και γαμπρός πουθενά.

Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-Κυρατσού. — Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και πολυτέλεια, που φυλάνετην αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί, γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο.