United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εχάθη μακρυά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε ν' ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαϊδούσαν εις τ' αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και της εφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της.

Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!

Ο καϋμένος ο Σάπερλι ήτο ακριβώς εις του θείου, όταν έφθασεν ο Ρούντυ. Ο θείος ήτο ακόμη δεινός κυνηγός και ήτο και βαρελοποιός· η σύζυγός του ήτο μικρόν ζωηρόν πλάσμα με πρόσωπον πουλιού, 'μάτια 'σάν του αετού και μακρόν λαιμόν σκεπασμένον έως επάνω κι' επάνω με χνούδι.

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

Είχε κολακεύσει τον πλούσιον μυλωθρόν, ότι ήτο κυνηγός από το καντόνιόν του εκείνος, που έρριπτε τας καλυτέρας βολάς και ετιμάτο από όλους τους άλλους. Τώρα πράγματι ήτο ο Ρούντυ το αγαπημένο της τύχης παιδί: αυτό το πράγμα χάριν του οποίου περιώδευσε εδώ, και εδώ επί τόπου είχε σχεδόν λησμονηθή, τον ανεζήτει αυτό.

Ήτο ο δεινότερος και ο ευτυχέστερος όλων. Διαρκώς η βολή του επετύγχανε μέσα το μαύρο σημάδι. — Ποίος είναι τέλος πάντων ο ξένος νεαρός κυνηγός; ηρώτων. — Ομιλεί τα Γαλλικά, που ομιλούμεν εις το καντόνιον Βαλαί. Εννοεί εν τούτοις πολύ καλά τα Γερμανικά μας, έλεγον μερικοί. — Ως παιδί είχε ζήσει περί το Γκρίντελβαλτ, εγνώριζε κάποιος από τους κυνηγούς. Και ήτο γεμάτος ζωήν αυτός ο νεαρός ξένος.

Ήρθαν και μαύρα χρόνια· Κ' έπρεπε τώρα ο κυνηγόςτα ξένα να γυρέψη Ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του. Κρεμάει στον τοίχο τ' άρματα και φεύγει, πάειτα ξένα. Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ' η Νεράιδα Να πάη κι' αυτήτην εκκλησιά, να βγη καιτο σεργιάνι Κ' εκεί που βγάζει τα χρυσά 'πώνα σεντούκι απ' άλλο Ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πώς το δένει.

Από αυτό δε οδηγούμενος ο κυνηγός πλησιάζει και τον σκοτώνει με ρόπαλον. Αλλά τι τα θες; κυνήγι χωρίς τουφέκι δεν έχει κανένα γούστο. Είνε σαν να μαζεύης χόρτα. Πολύ ολίγα πράγματα όμως ήκουσεν ο Μανώλης από τας διηγήσεις του Στρατή. Διότι του απέσπων την προσοχήν αφ' ενός μεν τα παιδία τα οποία εθορύβουν εις το δώμα, εξ άλλου δε η άποψις η οποία παρουσιάζετο εκ του απέναντι παραθύρου.

Και ήτο νυκτοκλέπτης ο άθλιος, αλλά και ημεροκλέπτης ακόμη, και ληστής αληθινός, όχι μόνον του μαγειρείου και οψοφυλακίου του οίκου μας, αλλά και πάντων έτι των μαγειρείων και οψοφυλακίων των γειτονικών οικιών. Κυνηγός μόνον δεν ήτο.

Πάει ο χορός στρωτός-στρωτός και το τραγούδι αγάλια: — Όλαις η κόραις τον γιαλού, η ώμορφαις Νεράιδες, Όλαις μαραίνουν λεβεντιαίς, μαραίνουν παλληκάρια, Και δεν φοβούνται γηρατειά και δεν φοβούνται χάρο. Κ' εμένα μ' εβαλάντωσε, με μάραν' η αγάπη, Μ' εμάραν' ένας κυνηγός κ' ένας καλός λεβέντης, Με το γραμμένο του κορμί με τη γλυκειά φωνή του.