Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του γάτου την κακίαν αι παντοίαι του σκύλου αρεταί.

Ωφελούμενος εκ της απουσίας του νέου Κάρλου, τοποθετηθέντος διά συστάσεως του ιατρού εις ικανώς απέχον βαφείον, ησχολήθη διά παντοίων περιποιήσεων να ελκύση του σκύλου την εμπιστοσύνην, την δε ημέραν της εξόδου του εκ του νοσοκομείου κατώρθωσε να προπεμφθή παρ' αυτού μέχρι της άκρας της οδού.

Έφυγε βλασφημών και εξεθύμανε κατά δυστυχούς σκύλου, τον οποίον εξετίναξε διά λακτίσματος εις απόστασιν δύο μέτρων. Μετ' ολίγον συνήντησε την Ζερβούδαιναν. — Στενοχωρημένο σε θωρώ, Μανωλιό, του είπε. — Άφησέ με, είπεν ο Μανώλης με χειρονομίαν μεγάλης οργής. — Κιαμμιά προσβολή πάλι θα σου 'κάμαν' οι Θωμαδιανοί, είπεν η χήρα. Καλά να τα παθαίνης με τσοι βαρβάρους που 'πήες κ' ήμπλεξες.

Η εξάντληση κη χλωμάδα της ήτο τόση, που, αν δεν έβηχε, θα την έπαιρνες για πεθαμένη. Μόνο το κερί της έλειπε από το στόμα. Από την αρρώστια είχε καμπουριάσει, τα μάτια και τα μάγουλά της είχανε βουλιάξει και τη θαρρούσες για γριά εξήντα χρονών. Ούτε του σκύλου να μη καταραστή κανείς τέτοιο κατάντημα!

Εστάθην ακίνητος παρά τον τοίχον, προσέχων μη ηκούσθη του πηδήματός μου ο κρότος. Σιωπή περί εμέ άκρα. Ούτε σκύλου γαύγισμα, ούτε φωνή ανθρώπου. Ολίγα βήματα με εχώριζον από την κατοικίαν του κηπουρού. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλ' έστρεψα τον μάνδαλον και ευρέθην εντός της καλύβης.

Σπαραξικάρδιος αντήχησε τότε η δυωδία του προ της κλειστής θύρας κλαίοντος παιδιού και του όπισθεν αυτής γοερώς υλακτούντος σκύλου. Ο θόρυβος εκείνος προσείλκυσε τον ιατρόν, εις του οποίου το βροντοφώνημα ηναγκάσθη ο ζωοτόμος να υπακούση, ανοίγων την θύραν.

Φεύγουσα, ήκουεν ακόμα το γαύγυσμα του σκύλου, συγχρόνως δε «αυτιάσθη», και της εφάνη ότι ήκουεν ανθρώπινα βήματα. Αλλ' ηπατήθη. Ίσως ήτο μάλλον αντίκτυπος και ηχώ των ιδίων βημάτων της. Φαίνεται ότι ο αγροφύλαξ μόλις είχε μισοξυπνήσει, κ' έβαλεν, ως εν υπνοβασία, μηχανικώς την συνήθη φωνήν του. Είτα ευθύς πάλιν απεκοιμήθη. Η Χαδούλα έγεινε άφαντη εις το ύψος του λόφου, όπισθεν των δένδρων.

Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και καπνός εφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν κατοικίαν. Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ' ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένα νέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν και διωχέτευαν εις αυτήν νερόν από την πηγήν.

Περιέστρεφεν ανησύχως το βλέμμα εδώ κ' εκεί, ως ο διερχόμενος δύσφημόν τινα θέσιν, συχναζομένην υπό δαιμόνων και φαντασμάτων· τα φρίσσοντα φύλλα των δένδρων, το γαύγισμα του σκύλου, ο βραχνός κρωγμός της κουκουβάγιας, το μονότονον τραγούδι του σάρακος, κάθε τι, διήγειρεν εις την ψυχήν του φόβον και απελπισίαν.

Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγυσμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της. — «Ποιος να είναιείπε μέσα της. Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος. — Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά! . . . Ανοιχτά! Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπουρά, του δραγάτη. Ενόησε τότε τι συνέβαινε.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν