Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Ενίοτε όμως, βαίνοντος του ενός των εταίρων όπισθεν του άλλου, οι ίσκιοι των συνεχωνεύοντο εις δύο ή τρεις, και τότε ανησύχει κ' εστρέφετο αποτόμως να ίδη. Αλλ' ο Μανώλης ο Πολύχρονος, τον οποίον κανείς εξ όλων δεν είχεν ιδεί κατασκοπεύοντα όπισθεν του φράκτου, είχε προπορευθή αυτών κατά πολύ, κ' είχε φθάσει έξωθεν του δημοτικού Σχολείου.

Μετ' ολίγον επέστρεψε φέρων δύο κοφίνους, έθεσεν εις έκαστον αυτών ανά ένα σάκκον, τους εκάλυψεν άνωθεν με λάχανα και χόρτα, εφορτώθημεν τους κοφίνους εις την ράχιν και εξεκινήσαμεν. Εχάραζε μόλις, ότε φθάσαντες πλησίον του Νεοχωρίου εκαθήσαμεν επί φράκτου παρά τον δρόμον, διά να περιμείνωμεν μέχρις ου εξημερώση.

Έλα εδώ να ιδής, ποιά σου έκλεψε τα ρούχα σου. Ακούσασα την πρόσκλησιν ταύτην η άλλη γυνή δεν έχρηζε μεγάλης νοημοσύνης όπως εννοήση. Έσπευσε να φθάση εντεύθεν του φράκτου, και έρριψεν άπληστον βλέμμα επί του κανίστρου της Αϊμάς. Χωρίς δε να ερευνήση προσεκτικώτερον, ενόμισεν ότι εβεβαιώθη περί του πράγματος, διότι η σύμπτωσις κατέπληξεν αυτήν.

Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν. Η γραία Χαδούλα εισήλθε.

Και αι πάπιαι το εδάγκαναν, και αι όρνιθες το εκτυπούσαν· η δε κοπέλα, η οποία έτρεφε τα πουλιά, το έσπρωχνε και αυτή με το ποδάρι της. Απηλπισμένον το κακόμοιρον εχώθη εις τον φράκτην, διά να φύγη έξω. Τα μικρά πουλάκια, τα οποία εκάθηντο εις τα κλωνάρια του φράκτου, ετρόμαξαν και επέταξαν.

Εκεί εστάθη μίαν στιγμήν κ' έτεινε το ους. Τίποτε δεν ήκουεν ειμή το λάλημα ενός πουλιού, το σύριγμα ενός νυκτερινού εντόμου, και το φύσημα της αύρας. Τότε της ήλθαν εις τον νουν τα κεράσια, τα οποία είχε διακρίνει αμυδρώς στύλβοντα εις ένα κρεμάμενον κλώνα, εξέχοντα ολίγον έξω του φράκτου του δημαρχικού περιβολιού, σιμά εκεί όπου είχε σκοντάψει, και είπεν·

Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγυσμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της. — «Ποιος να είναιείπε μέσα της. Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος. — Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά! . . . Ανοιχτά! Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπουρά, του δραγάτη. Ενόησε τότε τι συνέβαινε.

Όταν ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη όλα τα λεπτά όσα ηύρε, έφευγεν οπίσω διά της μεσημβρινής θύρας, ενώ τα άλλα παιδία, πέραν του βορεινού φράκτου, κατεδίωκον εις τον βρόντον τον Παλούκαν, όστις είχε γείνει άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντα·Να, κι' άλλη ζυγιά! Να, κι' άλλη ζυγιά!

Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω. — Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς, κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου. Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη.

Μόνο να μη πηαίνωμ' ομάδη, γιατί άνε μάςε δη θα μάςε σκοτώση. Ο Μανώλης, τον οποίον δεν ετάραξεν ολιγώτερον το πράγμα, παρετήρησεν υπεράνω παρακειμένου φράκτου και διά μέσου των ελαιών διέκρινεν ένα Τούρκον κυνηγόν, ο οποίος εγέμιζε το τουφέκι του. — Ο Καουκάκης είνε, είπεν αναθαρρήσας. Και εξηκολούθησε συμπορευόμενος προς τα Λιβάδια και δεν έπαυε να την παρακαλή να φύγουν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν