Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγυσμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της. — «Ποιος να είναι;» είπε μέσα της. Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος. — Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά! . . . Ανοιχτά! Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπουρά, του δραγάτη. Ενόησε τότε τι συνέβαινε.
Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων προς το άλλο μέρος του αυλογύρου, όπου είξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην, συγκοινωνών προς την αυλήν συγγενικής οικίας. Ο δούπος της πτώσεως του ηκούσθη εκείθεν του τοίχου της αυλής.
Όταν απεμακρύνθη αρκετά από της ξηράς, ανωρθώθη περίτρομος ακόμη και ήρχισε να ψηλαφά τα μέλη του. — Ω! διάβολε! &άλτρος κάβος κονταρέμους.& Και προσέθηκεν· — Ως τόσο, καλά που την εγλύτωσα. Πώς θα χαρή η καϋμένη η γρηά. Είτε φαντασιώδης ήτο ο κίνδυνος, είτε πραγματικός, του μπάρμπ’- Αλέξη του εφάνη ότι «εξαναγεννήθη». Εν τούτοις δεν ήτο απίθανον να ήσαν και λησταί οι δύο εκείνοι άνθρωποι.
Υπαγορεύσατέ μοι διά σημείου μαντικού, δι' οιωνού ή και διά νυκτερινής όψεως την ευμενή υμών απόφασιν, μέχρι της ανατελλούσης ημέρας. Και ταύτα ειπών ο Πλήθων ανωρθώθη. Επανήλθε προς την θύραν, χωρίς να ρίψη άλλο βλέμμα επί της κοιμωμένης Αϊμάς, έλαβε το ιμάτιόν του, και εξήλθε κλείσας την θύραν. Ο Πρωτόγυφτος, όστις υπεκρίνετο ότι εκοιμάτο, ήνοιξε τους οφθαλμούς, και έβλεπεν αυτόν εξερχόμενον.
Τέλος μετά μακρούς και απιστεύτους αγώνας, κατώρθωσε να εννοή μέρος τι του περιεχομένου της επιστολής. Η ημέρα δε είχε κλίνει προς την δύσιν, και η Αϊμά ησχολείτο εισέτι εις το επίπονον τούτο έργον. Αίφνης ήκουσε την περιστροφήν της κλειδός εις το κλείθρον. Έκρυψε ταχέως τα δύο τεμάχια του χάρτου εις τον κόλπον της, και ανωρθώθη όπως δεχθή την συνήθη επίσκεψιν της Σιξτίνης.
Όθεν ανωρθώθη ηρέμα, προνοών και φειδόμενος μη καταλάβωσιν αυτόν ωτακουστήν επ' αυτοφώρω, εβώβανε τον κρότον των βημάτων του και απεμακρύνθη. Άλλως δε ήτο ανυπόδητος και το βήμα του ήτο φύσει ελαφρόν, πλειότερον δε ηδύνατο ν' ακουσθή η αναπνοή του ή τα βήματά του. Δισταγμοί. Παρήλθον πολλαί ημέραι. Ουδέν νεώτερον επισυνέβη. Τα πράγματα έβαινον ως το σύνηθες.
Την εκάλεσε προς Εαυτόν, και ειπών αυτή. «Γύναι, απολέλυσαι από της ασθενείας σου», επέθηκεν επ' αυτήν τας χείρας. Πάραυτα ησθάνθη το θαυματουργόν αποτέλεσμα, και ο κορμός της εδυναμώθη και ανωρθώθη, και ήρχισε να ευχαριστή τω Θεώ. Αλλ' αι ευχαριστίαι της διεκόπησαν διά της αμαθείας και της αγανακτήσεως του αρχισυναγώγου.
— Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον. — Ποίον άνθρωπον; — Εκείνον τον μουστερήν μας. Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν. — Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό. — Πώς το ξεύρεις, μικρό μου; — Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος. — Και ποιος σου το είπεν; — Εγώ το λέγω. — Και διατί έρχεται; — Έρχεται διά την Αϊμάν.
Οσάν να εβρυκολάκιασε! — Σιωπή, επανέλαβεν ο γέρων, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι. Ο Νίκος ανωρθώθη. Ήτο κατακόκκινος. — Την ήκουσας, είπε. Μ' επήρε διά βρυκόλακα! Και απεπειράθη να γελάση. Ήτο άγριος ο βεβιασμένος εκείνος γέλως του. — Ησύχασε, αδελφέ, δεν είπε τούτο. Αλλά, επρόσθεσα, και αν το είπε, καλά έκαμε, διά να μάθης άλλην φοράν να γίνεσαι ωτακουστής!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν