United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγυσμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της. — «Ποιος να είναιείπε μέσα της. Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος. — Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά! . . . Ανοιχτά! Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπουρά, του δραγάτη. Ενόησε τότε τι συνέβαινε.

— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου; Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη: — Ω Χριστέ μου! Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο: — Γιώργη!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι τόσον υψηλή όσον εγώ; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Την ήκουσες να ομιλή; Έχει οξείαν ή χαμηλήν φωνήν; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Την ήκουσα, κυρία· έχει φωνήν σιγαλήν. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αυτό δεν είναι καλόν· δεν είναι δυνατόν να την αγαπήση επί πολύ. ΧΑΡΜΙΟΝ. Να την αγαπήση; Ω Ίσις! αδύνατον. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Το πιστεύω, Χάρμιον βραχνή φωνή και ανάστημα νάνου!

Διότι . . . . τις πίνει πλέον σαλέπι εν Αθήναις, όπου και αυτός ο καφές κινδυνεύει να εκθρονισθή υπό του τεΐου; Μόλις που βρογχοπαθής τις γραία, ή μαθητής επαρχιώτης προσκείμενος εις τα παλαιά, ουδ' αποτριβείς έτι την μικροπολιτικήν σκωρίαν υπό του θεάτρου των Ποικιλιών. Δι' αυτό και σπανία, βραχνή, δειλή και εξησθενημένη ακούεται από της οδού η φωνή του εωθινού σαλεποπώλου.

«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη κραυγή βραχνή, βοή βαρεία, βαθειά, σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη από της γης τα πέρατα πλατιά. Και με ολόρθο κορμί το παλικάρι, στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή: «Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε, «να πάρη το δίκιο του καθένας στη ζωή.

Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούςφώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια. «Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι

Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε!... Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, στιβαρός, με κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά κατάσπρα· με μάτια μικρά, φρύδια και μουστάκια βλάγκα· με φωνή βραχνή και βαρειά σαν ρέκασμα κυμάτου που σκάει στης ακρογιαλιάς τα χάλαρα και με καρδιά απονήρευτη.

Ο Έρως προς τον Έρωτα λαχταριστός βαδίζει καθώς το μαθητόπουλον π' αφίνει το βιβλίον και όταν έλθη χωρισμός, 'σαν το παιδί γυρίζει όταν με μάτια χαμηλά πηγαίνειτο σχολείον. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε! Πσιτ! — Ω! την φωνήν του ιερακάρη ας είχα, το εύμορφον ιεράκι μου οπίσω να το κράξω. Αχ! η σκλαβιά είναι βραχνή και δεν τολμά να κράξη.

Δεν ήτο βράχος αυτός ή δένδρον· δεν ήτο τίποτε. Ήτο μόνον μία βραχνή φωνή που ήρχετο από το βάθος ενός στενού λαγκαδιού κιό,τι της φώναζες το ξανάλεγε, σαν να κοροΐδευε. Αι! της έλεγες· αι! σαπηλογιέτο μονομιάς. Κιαυτός ήτον ο Θοδωρής, ένα βοσκάκι, πούχε την κακή συνήθεια να κλέφτη γιδοπρόβατα. Διά τούτο και απελιθώθη εκεί στο λαγκάδι και είχε κατάρα να επαναλαμβάνη κάθε φωνή.

Τα παράθυρα, οι πόρτες του ανοιγοκλείουν βιαστικά, κοιμισμένα κεφάλια, νυσταγμένα σώματα βγαίνουν. Ο καμπουριασμένος σταθμάρχης με το μικρό φαναράκι του στα χέρια και τη σφυρίχτρα του στα χείλη πάει κ' έρχεται.. Η φωνή του τόρα ακούεται βραχνή: — Στις θέσεις σας, κύριοι!.....