United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήτο βράχος αυτός ή δένδρον· δεν ήτο τίποτε. Ήτο μόνον μία βραχνή φωνή που ήρχετο από το βάθος ενός στενού λαγκαδιού κιό,τι της φώναζες το ξανάλεγε, σαν να κοροΐδευε. Αι! της έλεγες· αι! σαπηλογιέτο μονομιάς. Κιαυτός ήτον ο Θοδωρής, ένα βοσκάκι, πούχε την κακή συνήθεια να κλέφτη γιδοπρόβατα. Διά τούτο και απελιθώθη εκεί στο λαγκάδι και είχε κατάρα να επαναλαμβάνη κάθε φωνή.

Πικρούτσικες αλήθειες, η καθεμιά τυλιγμένη σε χαλβαδόπηττα. Τέτοιο χαλβά σ' έχω χάρι να μας πουλής και μας. Τι τα λες τους δικούς σου; Αυτοί το πολύ θα γελάσουνε. Εμάς, εμάς λέγε τα και ξανάλεγέ τα, και σου τάζω πως θα βρεθή ρωμαίικη ψυχή μια μέρα να στολίση με μαρμάρινο σαρίκι την κολόννα του μνημοριού σου. Πού να πιαστής ως τόσο εσύ, Χουσεήνη μου, με τέτοια ταξίματα!

Κ' εγώ εκράτουν το πέλεκον της σκαπάνης ως ράβδον, κ' εκείνος είχε το σίδηρον μέσα στην σπειρίδα την πλεκτήν. Και μου ξανάλεγε στον δρόμον πώς ο γέρο-κλέφτης ο παλαιός, με τα μουστάκια του αγκίστρια δεμένα όπισθεν των ώτων, του είχε διηγηθή την ιστορίαν. Βέβαια με τον Καρατάσον ήτον παλλικάρι κι' αυτός.

Τώλεγε και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του θατανά έχανε τους στίχους κι' έλεγε αλλ' άντ' άλλων, κι' έδινε διαταγές, σαν όταν είταν γερή: — «Κώσταινα! Εσύ να πας για ξύλα σήμερα!.... » — «Εσύ, Γιώργαινα να μάσης τα σκουτιά και να πας στο πλύμα!.. Ο Κώστας να πάη στα πρόβατα, κι' ο Γιώργης στο ζευγάρι»

Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες; Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της: — Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες! Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής: — Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;

Η θεια το Γιαλινάκι επήγεένα ξάδερφό της, που ήτον κάπως μεγάλος και τρανός, ανώτερος υπάλληλος του Κουβέρνου, κι' αυτός την ορμήνεψε να βάλη μαστόρους να ξεσκεπάσουν το σπίτι, για να την αφήση να πεθάνη απ' το κρύο, κι' από το άλλο μέρος, να του κάμη το σπίτι απάνω του, &οικονομικά&, καθώς το ξανάλεγε ύστερα η θεια Μορισίνα.

Κι' ενώ έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της, γυιοί της, θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι' αγγόνια της, κάθονταν ολόγυρα στο στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το τέλος της.

Ας τα, ας τα! ανακράζει ο Δημήτρης. Έπειτα γυρίζοντας και κοιτάζοντάς τονα σοβαρά και συλλογισμένα. — Η γυναίκα σου κι αυτός σαγοράζουν και σε πουλούνε δέκα φορές πρι να το μυριστής εσύ, κακομοιριασμένε! Μωρέ, άκου δω· γεννήθηκες από τη μακαρίτισσα τη μάννα μας, ή δε γεννήθηκες; Και δεν το θυμάσαι, καημένε, σα μας τόλεγε και το ξανάλεγε, «Κάλλιο να βγουν τα μάτια σου παρά τόνομά σου

Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου; Της απολογιώνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι' απ' εκεί. — Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα! Της ξανάλεγε η γριά. Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις-τέσσερες γυναίκες, από τες πλειο φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι' άλλη αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς είταν γεμάτο.