United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη φοβάσαι καθόλου να χάσης, Τι σαν έρθη ο θέρος, σου τάζω Να σου δώκω οπίσω με πρώτο, Και κεφάλι και διάφορο αντάμα. Μον ο φίλος σε ταύτα αποκρίθη· Αποτί, δε μου λες Ζίνζιρά μου, Ν' αμελήσης παρόμια σου χρεία Ως τα τώρα, οπού κάθοσουν άδιος; Αμ δεν άδιαζα εγώ να φροντίσω Σαν κι' εσένα, αφορμής ελαλούσα, Μήτε ήλπιζα ογλήγορα τόσο Να διαβούν η καλαίς η ημέραις.

Έως ότου ήλθεν εις το χωρίον ο πρώτος επίσημος εκ του Πανεπιστημίου δικηγόρος, ένας ζωηρός και ροδοκόκκινος έφηβος, όλος καρδιά και γεμάτος ειλικρίνειαν και αγαθότητα, όστις την εβεβαίωσε πλέον την γραίαν. — Σώπα, θειά Ζωίτσα, μη φοβάσαι. — Του Χριστού την ευχίτσα να έχης γυιόκα μ'! του Χριστού την ευχή και της Παναγίας γυιέ μ'! Έκτοτε περιωρίσθησαν και ο δικολάβος και ο δανειστής.

Μη φοβάσαι, κοπέλλα μου, μη φοβάσαι, την καθησύχασε κείνος· έχω δυο μάτια εγώ, δυο μάτια που βλέπω· ένα για τα ψηλά κ' ένα για τα χαμλά... μη φοβάσαι. — Δυο μάτια είχε κι ο αδερφός σου. — Μα δεν είχε μαζί του το φυλαχτό. — Ποιο φυλαχτό; — Εσένα, ψυχούλα μου... Έφτασε ως τόσο κ' η μέρα του γάμου. Από την προπαραμονή άρχισαν νάρχωνται πλήθος τα δώρα.

Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες; Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της: — Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες! Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής: — Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;

ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι; να με αποχαιρετήσης; Θα φύγης; ΣΑΜΨΩΝ Μη με φοβάσαι. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Εσένα θα φοβηθώ; ΣΑΜΨΩΝ Άφησε να ήμεθατο δίκαιόν μας. Ας κάμουν εκείνοι την αρχήν. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Θα σουφρώσω τα φρύδια μου καθώς περνώ, και ας το πάρουν όπως τους αρέσει. ΣΑΜΨΩΝ Ή όπως τους βαστά. Θα τους δαγκάσω το μεγάλον μου δάχτυλον, να τους σκυλιάσω! Αν το υποφέρουν, εντροπή ιδική των .

Ας πούμε πως είναι και τα δυο, επειδή για να κάμουμε χωριό, και τα δυο μας χρειάζουνται. Ο Κύριος από δω είναι φίλος μου, και τον έφερα μαζί μου να δη την Πόλη. Δεν το ξέρω τόνομά του, μα είναι δικός μας, και μη φοβάσαι. Έχω να πω της Αγιωσύνης Σου μερικά, και καλλίτερη ώρα δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε. Οι άγιοι Συνοδικοί Σου ψάλλουνε Σπερινό.

Λοιπόν πες μου συ, σε παρακαλώ, πώς να το σώσω πριν προφθάση και το καταπιή. ΧΡΥΣ. Μη φοβάσαι, θα σου μάθω και άλλα πολύ θαυμαστότερα πράγματα. ΑΓΟΡ. Ποία; ΧΡΥΣ. Τον θεριστικόν και τον κυριεύοντα συλλογισμόν, εκτός δε τούτων την Ηλέκτραν και τον εγκεκαλυμμένον. ΑΓΟΡ. Τι εννοείς με αυτόν τον εγκεκαλυμμένον και ποιά είνε αυτή η Ηλέκτρα;

Μα Κυρά, ξαναείπε αυτός, λογιάζεις, πως στέκει εις εμένα να σου φυλάξω την αγάπην, με όλον που θα ήθελα πατήση το όρκον μου; πιστεύεις εσύ ότι ένας ξένος, χωρίς βοήθειαν και δηνάρια, ημπορεί να αντισταθή εναντίον του πλουσίου Μουζαφέρ; Ναι είπεν η Δηλαρά, ημπορείς καλώτατα· καταφρόνησε τους φοβερισμούς του, απόβαλλε τα ταξίματά του, μην φοβάσαι τίποτε, οι νόμοι θέλουν είνε προς διαφέντευσίν σου, και ανίσως και έχεις σταθερότητα, θέλεις κάμει ανωφελείς όλες τες βιάσεις που ημπορούν να σου κάμουν.

Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από αυτόν τίποτε.

Πουλί δικό μου, Να σ' αποχτήσω, Και να σου στήσω Χρυσή φωλιά· Σ' αυτή να ζήσης, Ν' αλησμονήσης Την ξενητιά. Μη σε πειράζει Κλεισμένο να σαι· Και μη φοβάσαι Να σκλαβοθής. Έλα σ' εμένα· Τι είσαι σε ξένα, Και μη χαθής. Σου τάζω μ' όρκο Τη λευτεριά σου Χωρίς καμμιά σου Αμφιβολιά. Όταν θελήσης, Κλουβί ν' αφίσης, Και τη φωλιά. Έλα, μου λέγει, Μικρό πουλάκι, Μες το κλουβάκι Για να σταθής.