Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


ΧΟΡΟΣ Στους θεούς χρωστούμε που είν’ άπαρτη η πόλη και των εχθρών το πλήθος ο πύργος βαστάει° ποιος τάχα μπορεί να μη στέργει μας τούτα; ΕΤΕΟΚΛΗΣ Των θεών το γένος να τιμάς δεν σ’ εμποδίζω° μα όμως, δειλούς για να μην κάνης τους πολίτες, κάθου ήσυχη και μην πάρα πολύ φοβάσαι. ΧΟΡΟΣ Πρόσφατο σύσμιχτο πάταγο ακούγοντας με δειλιασμένη τρομάρα σ’ αυτή την ακρόπολη, τίμιαν έδρα των θεών, έτρεξα.

Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα. — Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά; — Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε! — 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας. — Καλώς ναρθής. — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'! — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμετη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα. — Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε. — Χριστός και Παναγία!

Εγώ λοιπόν, αγαπητέ μου Κρίτων, έχω σκοπόν να τους παραδώσω τον εαυτόν μου, διότι υπόσχονται εις ολίγον χρόνον να κάμουν τον πρώτον τυχόντα εμπειρότατον εις αυτό το είδος. Κρίτων Αλλά, Σωκράτη, δεν φοβάσαι την ηλικία σου, μήπως είσαι πλέον πολύ γέρος;

Και προκύψας εφώναξε προς τον απομακρυνόμενον υιόν του: — Ανέν τονε βρης, δός' του και μη φοβάσαι. Επειδή δε η σύζυγός του εμουρμούριζε και σχεδόν έκλαιεν εξ ανησυχίας, της είπε να κυτάζη τη ρόκα της και δεν ήτο δική της δουλειά. Τι ήθελε; ναφήση τον Τερερέ να τον καβαλικέψη; Ήξευρε αυτός τι έκαμνε και δεν είχεν ανάγκη από τη γνώμη της.

Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και στον κόσμο θα διδάξω κάθε χρήσιμη δουλειά, νέα πράματ' αν θελήση, κι' αν αφήση τα παληά. Αλλ' αυτό φοβάμαι μόνο. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Α, για τούτο μη φοβάσαι και εγώτο βεβαιώνω. Είν' η μόνη μας η σκέψι, κ' είν' η μόνη μας αρχή, να ξεχνάμε κάθε μέρα την παληά την εποχή. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τώρα όμως, πριν καθένας ό,τ' ειπώ δεν λάβ' υπ' όψι, ούτε να μ' αντιμιλήση, ούτε να με διακόψη.

Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά. έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν, με μεγάλους μεγάλος περνά και καυχάται πως έχει και νουν. Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι, ποία φύσις τριγύρω πεζή! Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη, πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη; Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι, και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις; πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι, παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.

Ας μην τους ταράξωμε την ευτυχία τους. Έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Αύριον θ' ανήκουν ο ένας εις τον άλλον. Έλα να κρυφθούμε. ΜΙΣΤΡΑΣΤάσσο, με συγκινείς. Σου τορκίζομαι. ΦΛΕΡΗΣΈλα, έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Η Δώρα φαίνεται φοβισμένη και κοντοστέκεται πάντα κάθε λίγο. ΝΙΚΟΣΜη φοβάσαι αγάπη μου. Κανένας δεν είναι εδώ τέτοιαν ώραν . . . Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑΌχι, όχι.

ΔΙΟΓ. Δύο οβολοί είνε πολλά• είνε παληόψαρον από εκείνα τα οποία δεν τρώγονται. Το κρέας του είνε αηδές και σκληρόν και δεν χρησιμεύει εις τίποτε. Άφησέ τον να πέση κατακέφαλα από τους βράχους και ρίψε το άγκιστρον να σύρης άλλον. Αλλά δεν είνε φόβος, Παρρησιάδη, να σου σπάση το καλάμι από το βάρος; ΠΑΡΡ. Μη φοβάσαι, Διογένη• είνε ελαφροί, πολύ ελαφρότεροι από τις μαρίδες.

Και ήμουν ειλικρινής. — Σε πιστεύω, μα δε φοβάσαι συ, εγώ φοβούμαι. Να γενώ αφορμή ν' αρρωστήσης και τέτοια αρρωστιά; Θεός φυλάξοι, καλλίτερα ν' αποθάνω εγώ δέκα θανάτους. Κεκειά που θα πάω, δε θα βρω ποτε ανάπαψη. Εγώ θέλω, παιδί μου, να ζήσης και να καλοπεράσης τη ζωή σου. Μόνο τότε θάμαι κεγώ χαρούμενη στον άλλον κόσμο. Εγώ ένα πράμμα θέλω από σένα, να με θυμάσαι.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν