Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ετούτος ο Βασιλεύς ευθύς εκατέβη από τον θρόνον του, και πιάνει τον Κουλούφ από το χέρι, και τον φέρει εις ένα ξεχωριστόν χοντζερέ του, εις τον οποίον του είπε. Κουλούφ, βάλε τώρα τον εαυτόν σου εις ησυχίαν και μη φοβάσαι πλέον καμμίαν εναντιότητα της τύχης σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποτέ μ’ αυτούς που μ’ έκαναν δεν θενά ζήσω. ΑΓΓΕΛΟΣ Παιδί μου, τούτο, φανερά, σωστό δεν είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ’ όμως γιατί, γέρο μου, νομίζεις τούτο; ΑΓΓΕΛΟΣ Για τους γονείς δεν θα ’ξιζε μακριά να μείνης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι μην ο Φοίβος τέλος αληθέψη. ΑΓΓΕΛΟΣ Φοβάσαι μη κριματισθής με τους γονείς σου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό είναι που παντοτεινά φοβούμαι, γέρο.

Δε θαφίσω ούτε το βλέμμα μου να πέση απάνω της, ούτε η αναπνοή μου να την αγγίση. Τάσσο, μη με φοβάσαι. Ο φόβος σου με ταπεινόνει. Ο φόβος σου μ' εξευτελίζει. Λέλα, Λέλα, ήσουν καλή πάντα. Δεν ξεχνώ ποτέ τι έκαμες για μένα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη σεβασμό για την αρετή σου. ΛΕΛΑΣεβασμό για την αρετή μου .. . ΦΛΕΡΗΣΚαι αγάπη, Λέλα. Δεν τολμούσα πια να σου το πω.

Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βάλλουσα τα κλάμματα η Λενιώ. Τον πατέρα τον επλάκωσε το χιόνι . . . . κ' εμάς θα πέση η σκεπή να μας πλακώση! — Σιώπα! σιώπα! μην κλαις, παιδί μου, έκραξεν η Αφέντρα, έτσι το είπε, η μαννού . . . μη φοβάσαι, κι' ο πατέρας τώρα θαρθή να σου φέρη και κοφέτα . . . — Σιώπα, Λενιώ μου! είπε και η γραία.

Μη φοβάσαι τίποτε, παπά μου· έχω ορισμόν απ' τον Αχμέτ Πασά. Αλλοιώς, θα θυμώση ο Πασάς μ' εμένα, και με σας τους παπάδες, πως δεν του έκαμα τον λόγον του. Την ώραν που έβγαιναν η Κουμπίνα κ' η Λελούδα από τον Άγιον Προκόπιον, όπου είχον ανάψει τα κανδήλια, είχε σουρουπώσει πλέον, και σκότος ήρχισε ν' απλώνεται εις όλην την κρημνάδα αυτήν.

Δεν κάθεσαι, θεια Χαδούλα;,. . Μη φοβάσαι . . . Ό,τι είναι, θα περάση . . . Κάθισε να σου κάμω καφεδάκι να πιης. Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνιού, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος. Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.

Από το κεντημένο με λουλούδια δισάκι του αναδυόταν η μυρωδιά του γκατό , που πήγαινε πεσκέσι στον φίλο του τον Ρέτορα, και πρόβαλε ακόμη ο βιολετής λαιμός μιας νταμιτζάνας με κρασί. «Κι εσύ, βλάκα, πας με τα πόδια; Ακόμα και το άλογο σε βάλανε να κάνεις τώρα; Δώσε μου το δισάκι, θα σου το κουβαλήσω εγώ. Δεν θα τον σκάσω, μην φοβάσαι!

Επροχωρούσαμεν, όλα τα παιδιά προς την σκοτεινήν σκάλα του Νάρθηκα, για ν' αναβώμεν επάνω εις τον γυναικίτην· μπροστά ο Φαφάνας με το βιβλίον, τα ασημένια νομίσματα, και το κερί το αναμμένο, και δίπλα του εγώ σαν προστάτης· και του εψιθύριζατο αυτί, από αγάπην τάχα: — Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι! Κοντά μας ήτανε τ' άλλα παιδιά με ζήλειαν κυττάζοντα.

Και ύστερα; — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. — Μα θα πας; — Θα πάω. — Ξέρεις καλά το δρόμο; — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός. — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; — Όχι αλλά... — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.

Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών. — Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα: — Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο; — Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν