United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μόλις έδυ ο ήλιος, και το άπληστον πλήθος ήρχισε να ζητή την βοήθειάν Του. Ολόκληρος η πόλις συνέρρευσεν εις τα πρόθυρα της ταπεινής οικίας, φέροντες μεθ' εαυτών τους αρρώστους των. Οποία παράδοξος σκηνή!

Και ο Μανόλης έκρινε φρόνιμον ναπέλθη μεθ' όσης σπουδής απεμακρύνθη από τον τάφον ο ιμάμης. Αλλ' η ελπίς του ότι θα ηδύνατο να συνεχίση το διακοπέν παιγνίδι δεν διήρκεσεν επί πολύ. Όταν την επιούσαν διήλθε προ της οικίας του Θωμά, εύρε τον γέροντα εγκαθιδρυμένον υπό την συκαμινέαν, ήτις εσκίαζε τα πρόθυρα, και πλέκοντα καλάθια.

Διηρχόμεθα τον έμπροσθεν του ανεμομύλου αγρόν εις τα πρόθυρα της πόλεως. Ο τροχός του δεν εκινείτο, είχον επιδεθή τα ιστία του. Εις την θύραν της παρακειμένης καλύβης εκάθηντο ο γέρων μυλωνάς και η σύζυγός του.

Ξετινάζουν αποπάνω τους ό,τι πολιτισμό τους είχε δοσμένο η καινούρια πατρίδα τους, και χυμίζουνε σαν πρώτα αγριεμένοι, αχόρταγοι, λυσσαγμένοι. Ως τα πρόθυρα της Πρωτεύουσας αποκότησαν κ' ήρθανε. Βγαίνει τότες ο Ρουφίνος, ανταμώνει τον Αλαρίχο, και πασκίζει με κάθε τρόπο να τον καθησυχάση.

Είναι ίσα ίσα εκείνοι, που ο Πρόδικος τους κατέτασσεν εις τα πρόθυρα της φιλοσοφίας και της πολιτικής· αυτοί όχι μόνον πιστεύουν οι ίδιοι πως είναι οι σοφώτατοι μεταξύ των ανθρώπων, αλλά νομίζουν ότι και πολλοί άλλοι τους θεωρούν ως τοιούτους, και ότι κανείς άλλος παρά οι φιλόσοφοι είναι το μόνον πρόσκομμα, ώστε να μην συμμερίζωνται και όλοι γενικώς οι άνθρωποι αυτήν την ιδέαν.

Ο Ήλιος έκαιε και εταχύνομεν το βήμα προς τας λευκάς του χωρίου οικίας. Αίφνης, εις τα πρόθυρα αυτού, ηκούσαμεν οιμωγάς και κραυγάς γυναικείας. Εστάθημεν και οι τρεις και είδομεν ο είς τον άλλον. Μη ήσαν Τούρκοι εις το χωρίον ; Αύτη ήτο η πρώτη μου σκέψις. Ετείναμεν τα ώτα. Αι κραυγαί εξηκολούθουν. Ήσαν βεβαίως γυναικεία μοιρολόγια.

Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη.

Κατ' αρχάς είχε σκοπόν να πραγματευθή και περί της αναλόγου δοξασίας των εθνικών, αλλά μεταμεληθείς παρέλιπε τούτο. Ο Πλήθων ηγέρθη και περιήλθε δις περί την τράπεζαν και περί το λίθινον εδώλιον εφ' ου εκάθητο. — Θα απέλθω, είπεν εγερθείς ο Σχολάριος. Είνε καιρός ήδη. — Εξερχόμεθα ομού, είπεν ο Πλήθων. Και εξήλθον ομού εις τα πρόθυρα του άντρου.

τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, 20 και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν. εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας, ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου, και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη. σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• 25

Εγώ δε βλέπων ταύτα, ησθανόμην μεγάλην χαράν και αν ανεγνώριζα κανένα, επλησίαζα και χαμηλοφώνως του υπενθύμιζα τι ήτο εις την ζωήν και πόσον εφούσκωνε τότε όταν από πρωίας ανέμεναν πολλοί εις τα πρόθυρα της κατοικίας του και επερίμεναν την εμφάνισίν του, ενώ οι υπηρέται του τους απεδίωκαν και έκλειαν προ αυτών την θύραν• αυτός δε, αν κατεδέχετο επί τέλους να εμφανισθή επ' ολίγον, καταστόλιστος και χρυσοκόσμητος, ενόμιζεν ότι θα έδιδε την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα εις εκείνους εις τους οποίους θ' απηύθυνε χαιρετισμόν και θα προσέφερε το στήθος ή την δεξιάν του προς ασπασμόν.