United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, 'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. μ' αυτάτον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκετα πρόθυρα, ότι εντράπη πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Είς τοιούτος επισκέπτης ήλθεν άπαξ πρότινος χρόνου και εύρε τον Πλήθωνα εις το αναχωρητήριόν του. Ο οδοιπόρος ούτος έφερε το καλογηρικόν ένδυμα και είχεν ήθος ταπεινόν και χριστιανικόν. Επαρουσιάσθη εις τα πρόθυρα του αναχωρητηρίου και εζήτησε την άδειαν να επισκεφθή τον Πλήθωνα. Ο Θεόδωρος παρουσιασθείς παρετήρησεν αυτόν μετά περιεργείας.

Παρά δε τα πρόθυρα αυτών εκάθηντο μοναχοί και ασκηταί, ξέοντες τα έλκη των ή αρχαία χειρόγραφα προς εγγραφήν Συναξαρίων, πλέκοντες καλάθια, προγευματίζοντες κρομμύδια και ευχαριστούντες ίσως κακείνοι τον θεόν ότι εγεννήθησαν Έλληνες και όχι βάρβαροι. Μόνον το αρχαϊκόν κάλλος των γυναικών εθαύμαζον οι δύο ξένοι.

Πρώτην φοράν εξετίθετο εις τόσα βλέμματα, διότι, ένεκα της εορτής και του ωραίου εαρινού καιρού, όλοι οι χωριανοί ευρίσκοντο έξω, εις τα πρόθυρα και επί των δωμάτων, και εφαίνοντο ως να είχον παραταχθή εκατέρωθεν της οδού επίτηδες δι' αυτόν. Τωόντι δε η εμφάνισίς του επροκάλει κίνησιν περιεργείας και όσαι γυναίκες ευρίσκοντο εντός των οικιών προσέτρεχον και αυταί να τον ίδουν.

Ο θρασύτερος εξ αυτών, ο λεγόμενος Σαμπρής, έπεσεν εις τα πρόθυρα με την κεφαλήν σπασμένην από κτύπημα του Πατούχα. Υπό τα κτυπήματα δε των ράβδων και των καθεκλών οι πασαλίδες εξέφυγαν από τα χέρια των άλλων, οίτινες εζήτησαν σωτηρίαν εις την φυγήν.

Ιδέ, σκοπεύω τον υιόν σου όστις ίσταται όρθιος εις τα πρόθυρα της οικίας· εάν τον επιτύχω εις το μέσον της καρδίας, οι Πέρσαι θα φανώσιν ότι μωρολογούσιν· εάν δε αποτύχω, θα ήναι φανερόν ότι οι Πέρσαι λέγουσιν αληθή και ότι εγώ είμαι παράφρωνΤαύτα ειπών, ετάνυσε το τόξον και εκτύπησε το παιδίον, αφού δε τούτο έπεσε, διέταξε να το σχίσωσι και να εξετάσωσι την πληγήν.

Όθεν οι κολλυβισταί εύρισκον μέγα συμφέρον εις την ανταλλαγήν ταύτην. Αι στοαί και τα πρόθυρα του Ναού είχον γεμίσει από τους κολλυβιστάς τούτους με τας τραπέζας των, από τους πραγματευτάς και ζωεμπόρους. Και ήτο εκεί η είσοδος εις τον ναόν του Υψίστου.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Απεκοιμήθηκα εκεί ‘ς τα έλατ’ αποκάτω, και μέσα εις τον ύπνον μου 'σαν όνειρον τον είδα μ' ένα εδώ να πολεμά, και να τον θανατόνη. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, προχωρών. Ρωμαίε! — Ω, αλλοίμονον! Τι αίμα κηλιδόνει τα μαρμαρένια πρόθυρα αυτού εδώ του τάφου; Εδώ τι θέλουν τα σπαθιά τα αιματοβαμμένα, γυμνά ριχμένα καταγής ‘ς τον τόπον της Ειρήνης; Α! ο Ρωμαίος! τι ωχρός!

Βήξιμον γέροντος ήλθεν από τα πρόθυρα της οικίας, έπειτα εφάνη εισερχόμενον διά της θύρας μακρόν ξύλον και μετά μίαν στιγμήν ενεφανίσθη και η φέσα του Θωμά, ήτις είχε χάσει ολίγον την ακαμψίαν της εκ της προστριβής εις το ξύλον. Συγχρόνως ηκούσθη η φωνή του γέροντος καλούντος την θυγατέρα του: — Μωρή Πηγιό, έλα να μου βουηθήξης.

Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη• έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι, τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαντην σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495 με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν. και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι. Ραψωδία Δ