United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο φίλος μου με αφήκεν ευθύς. — Προχώρει, μου είπε και σε φθάνω. Και έτρεξεν εις συνάντησιν του πολιτευτού. Γνωριζόμεθα προ ετών με τον Σοφοκλή. Είνε πεντηκοντούτης περίπου, υψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ολίγον ωχρός, μ' ένα κεφαλάκι μικρό, με κρανίον αποψιλωμένον και στίλβον, ελαφρώς ταλαντευόμενον εις κάθε του βήμα.

Παρατηρεί ο Μπάρμπα-δήμαρχος ωχρός και τρέμων ως να τον έπιασε πυρετός αιφνιδίως. — 'Νειρεμένο είσαι! Επαναλαμβάνει και η Μιλάχρω θλιβερώς. Αλλά το Χρυσώ δεν ωνειρεύετο.

Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν «Εσύ, φίλε μου, δεν θ' αργήσης να λάβης την ανάγκην μου». Εφ' όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου.

Απεφάσισεν ο νέος Μητροπολίτης, Θεός σχωρέσ' τονεένας ωχρός δεσπότης ως νεκρός, μ' εσβεσμένην όψιν ως όψιν νεκρού, και με πλέον εσβεσμένην φωνήν, ως φωνήν νεκρού. Βεβαίως και με νεκράν την καρδίαν. Ο κώδων εσήμαινεν ακόμη τρέμων ως σπασμένος. — Τώρα πλεια Χριστούγεννα! τώρα πλεια Χριστούγεννα! Η ημέρα έλαμπε πλέον επί των παραθύρων μου. — Πάνε λοιπόν και τα Χριστούγεννα! Τάφαγαν και αυτά!

Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Απεκοιμήθηκα εκεί ‘ς τα έλατ’ αποκάτω, και μέσα εις τον ύπνον μου 'σαν όνειρον τον είδα μ' ένα εδώ να πολεμά, και να τον θανατόνη. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, προχωρών. Ρωμαίε! — Ω, αλλοίμονον! Τι αίμα κηλιδόνει τα μαρμαρένια πρόθυρα αυτού εδώ του τάφου; Εδώ τι θέλουν τα σπαθιά τα αιματοβαμμένα, γυμνά ριχμένα καταγής ‘ς τον τόπον της Ειρήνης; Α! ο Ρωμαίος! τι ωχρός!

Ήτο λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις αναπνέων. Οι άνδρες τον έλυσαν, τον επλάγιασαν υπό τον σχοίνον, του έδωκαν να πίη ρούμι, τον έβρεξαν με νερό. Ευτυχώς δεν εβράδυνε να συνέλθη. Η Ψαρή ήτο εκεί, και τον εζέσταινε με την πνοήν της. Η Στέρφα ίστατο ολίγον παραπέρα, και εκύτταζεν ηλιθίως. Η θειά-Αρετώ εθαύμαζε, και έλεγεν ακόμη·Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!

Κάθε τόσο ένας δυνατός πόνος στο πλευρό τον έκανε να πετιέται με το κορμί ίσιο και άκαμπτο σαν κάποιος να του έχωνε ένα σιδερένιο πάσαλο στα νεφρά∙ διπλωνόταν πάλι, ωχρός και τρέμοντας, ακριβώς σαν ένα καλάμι στον άνεμο∙ αλλά μετά τον σπασμό ένοιωθε μεγάλη αδυναμία, έντονη ευφορία, επειδή ήλπιζε να πεθάνει γρήγορα. Η μέρα του είχε τελειώσει.

Εγώ ρωλόγι, κυρ Γιάγκο! απήντησεν ο ωχρός γραμματεύς, και ανέκφραστον μελαγχολικόν μειδίαμα διέστειλε τα άναιμα χείλη του. Τι θέλετε; να μάθετε τι ώρα είνε; — Ναι, καϋμένε· μου φαίνεται ότι το ρωλόγι μου πηγαίνει τρομερά πίσω. — Εύκολο πράγμα, Να πεταχθώ μίαν στιγμήν εις το καφενείον . . .

Ούτος επλησίασε μετά προφυλάξεως προς τους δύο κοιμωμένους, και έμεινεν επί πολύ όρθιος, παρατηρών την Αϊμάν, ήτις έκυπτε την κεφαλήν επί των γονάτων, και οι καστανοί πλόκαμοι της κόμης αυτής, διχή σχιζόμενοι όπισθεν της κεφαλής, άφηνον να φαίνεται ο ωχρός και στρογγύλος τράχηλος αυτής. Είτα ο ξένος με το αυτό ελαφρόν βήμα εστράφη προς το μέρος όπου ίσταντο τα αγάλματα.