United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοιατην Ιθάκη να φθάσω, καιτο σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».

Οπόταν δε κόσμους συνθέσω πολλούς για 'μένα τελείους, για 'μένα καλούς, κι' εκείνοι με πλήττουν κι' αυτούς ανατρέπω και φθάνω και πάλιν εις τούτον που βλέπω. Παντοτεινή μουρμούρα και κλάψα και φαγούρα. Τι τόφελος, χαμένε, φιλοσοφίας τόσης!.., οι άνθρωποι σου λένε: «σκοτώσου να γλυτώσης». Μα συ και αν γρινιάζης δεν έχεις νου χαζό και 'στούς κουτούς φωνάζεις: «'στό πείσμα σας θα ζω».

Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα. Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν ξεύρω να σου αποκριθώ.

Ο φίλος μου με αφήκεν ευθύς. — Προχώρει, μου είπε και σε φθάνω. Και έτρεξεν εις συνάντησιν του πολιτευτού. Γνωριζόμεθα προ ετών με τον Σοφοκλή. Είνε πεντηκοντούτης περίπου, υψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ολίγον ωχρός, μ' ένα κεφαλάκι μικρό, με κρανίον αποψιλωμένον και στίλβον, ελαφρώς ταλαντευόμενον εις κάθε του βήμα.

« Μες' των Αγράφων τα βουνά » Βρισκόμουν, και μαθαίνω » Το θάνατό σου το σκληρό. » Τότε καιρό δε χάνω· » Πετάω 'σάν την αστραπή » Απ' τα βουνά απάνω, » Και φθάνω κάτωτη Γραβιά » Και μες 'ςτό χάνι 'μπαίνω

« Σε λίγαις 'μέραις 'κίνησα » Με τέσσαρες χιλιάδες, » Καιτου Χαϊδάρη τα βουνά » Όλο μανία φθάνω. » Βάνω σε τάξι τα παιδιά «'Κει, και τη θέσι πιάνω. » Γιατ' έρχονταν ο Κιουταχής . » Μ' όλο Αρβανιτάδες

« Βρισκόμουνετα Κράββαρα. » Μαθαίνω πως κινήσαν. » Τούρκοι με τον Ομέρ-πασσά » Το Δίστομο να πιάσουν, » Πετάω 'κείθε 'σάν αετός. » Φθάνω πριν 'κείνοι φθάσουν, » Και τους τουφεκοχτύπησα. » Οπίσω τους γυρίσαν.» « Είκοσι μέραις πόλεμο, » Είκοσι μέραις πάλη. » Την εικοστήν κατάφαγα » Των Τούρκων ταις χιλιάδες. » Όλο τους το στρατόπεδο » Τους πήραμε.

Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν· εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν μου και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα αργύρια, διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις καμμίαν αυλήν βασιλικήν.

Και φθάνω οχ' την αγάπη σου Θερμός και ξαναμμένος, Και σου αγκαλιάζω του κορμιού Τα ασύγκριτα τα κάλλη Με τη θαμπή κι' αδύνατη Κι' ανέτολμη ματιά μου, Γιατί δεν φθάν' η αγκαλιά Δεν φθάνουν μου τα χέριαΚαι βόσκω και κορφολογώ, Βουνό τες ωμορφιές σου, Τες ωμορφές σου πούν' θεϊκές ΠαραδεισοπλασμένεςΤα πολλά δάση, τες κορφές και τα δροσόνερά σου.

Το σχοινάκι της καμπανίτσας ήτο υψηλά, συρμένον προς . . . τα ένδον του ναΐσκου, από μίαν οπήν επάνω-επάνω της πύλης, διά να μη τα φθάνουν τα παιδιά το βράδυ, και σημαίνουν ασκόπως εις τα παιχνίδια των, ανησυχούντα τον ιερέα. — Αυτού να το μαζεύης, Παϊσία! έλεγε προς την νεωκόρον ο ιερεύς, ο παπα-Λάμπρος, κ' εγώ με το ραβδί μου το φθάνω.