Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Και κατέβησαν ομού, ψηλαφώντες τους τοίχους εν τω σκότει, πατούντες επ' άκρων των ονύχων, κωφαίνοντες τον κρότον των βημάτων, έρποντες και συνέχοντες την αναπνοήν· κατέβησαν την κλίμακα του υπερώου, έφθασαν εις τον πρώτον διάδρομον, κατήλθον την δευτέραν κλίμακα, έφθασαν εις το μεσαίον πάτωμα, και τέλος ευρέθηκαν εις την αυλήν.

Κ' οι δύο ξένοι πρίγκιπες, ο Βουργουνδός κι' ο Γάλλος, που και οι δύο μου ζητούν την τρίτην μου την κόρην και δι' αυτό χρονοτριβούν με πόθοντην αυλήν μας, απόκρισίν μου σήμερον θα λάβουν και οι δύο.

Ο αρχηγός των οποίων ωσάν εσέβη εις την αυλήν του, εξεπέζευσε, και επήγεν εις τον Κουλούφ, και τον επροσκύνησε, λέγοντάς του· Κύριε, εγώ εδώ έρχομαι από όνομα του βασιλέως Ουσβέκ Χαν· αυτός έχοντας επιθυμίαν διά να σε ιδή, με έστειλε διά να σε φέρω προς αυτόν, με το να έμαθε τα συμβεβηκότα σου.

Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν· εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν μου και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα αργύρια, διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις καμμίαν αυλήν βασιλικήν.

Η μητέρα του ήτον αδελφή του Κώστα Δημισκή και πρώτη εξαδέλφη του καπετάν Γώγου Μπακώλα. Ανετράφη εις την Αυλήν του Αλή πασά και εχρημάτισεν εις την δούλευσίν του έως εις τον αποκλεισμόν του. Με τον Κατσαντώνην όταν ήτον, εφόνευσε με το χέρι του τον αδόμενον ντερβέναγα Βεληγκέκα.

Τότε ο εκ των καλεσμένων, όχι μόνον δεν τον εμέμφθη, αλλ' αισθανθείς και αυτός την όρεξίν του να τον κεντά, έλαβε λάθρα μίαν από τας πολλάς φλάσκας, τας οποίας είχον εισφέρει πλήρεις οίνου οι καλεσμένοι, και κατελθών ηρέμα εις την αυλήν, την επρόσφερεν εις τον Γκιουλήν, όστις ερρόφησεν όχι μετρίαν δόσιν, και κόψας ευγνωμόνως μέγαν μεζέν τον αντιπροσέφερεν εις τον διακριτικόν άνθρωπον.

Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, με λόγια χλυκομίλητααυτούς εστράφη κ' είπε· «Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».

Έμεινεν έκπληκτος μη βλέποντας κανένα, και έλεγε καθ' εαυτόν· ένα τέτοιον ωραιότατον παλάτι πώς είναι δυνατόν να το άφησαν έρημον; και αν μεν δεν είναι κανείς, δεν πρέπει να φοβηθώ, αν δε πάλιν συναπαντήσω κανένα, έχω τον τρόπον να προφυλαχθώ, Και εμβαίνοντας έσωθεν της θύρας εις την αυλήν λέγει μεγαλοφώνως· δεν είναι κανείς εδώ να δεχθή έναν οδοιπόρον, που έχει χρείαν να αναπαυθή ολίγον; Και αν και επανέλαβε δις και τρις τον αυτόν λόγον, δεν εφάνη κανένας· και τούτο τον έκαμε να εκπλαγή περισσότερον.

Αλλ' ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης. «Κρίμαείπε καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν άλλο από των ώτων και άλλο από της ουράς. Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει από της αγοράς. — Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ.

Υπέβαλα εις την Αυλήν την παραίτησίν μου και ελπίζω να γείνη δεκτή, και θα με συγχωρήσετε πού δεν σας εζήτησα πρώτα την άδειαν.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν